2015 06 17 στη δημοσιότητα η προκαταρκτική έκθεση της επιτροπής αλήθειας δημοσίου χρέους

Δεν θα σχολιάσω καν τα πρώτα έξι κεφάλαια του πορίσματος της επιτροπής αφού παρά το γεγονός ότι η επιτροπή θεωρεί υπαίτιο για την κρίση στην Ελλάδα το τραπεζικό σύστημα εντούτοις κανένα μέλος της "δεν είδε και δεν άκουσε" επί τέσσερα χρόνια τίποτα για τα 183 δισ που οι τραπεζίτες υπεξαίρεσαν από τον Ελληνικό Λαό. Το μόνο σημείο που ίσως έχει αξία από την οικονομική ανάλυση της προκαταρκτικής έκθεσης είναι το διάγραμμα στο κεφάλαιο 1 στο οποίο γίνεται αναφορά για .... τη ΦΟΥΣΚΑ... αλλά που κατά "περίεργο" τρόπο σταματάει στο 2009 χωρίς να δείχνει την περαιτέρω πορεία και το κυριότερο χωρίς να αναφέρει ότι σε εκείνο το κομβικό σημείο οι τράπεζες έλαβαν τα 183 δισ εγγυήσων του Ελληνικού Δημοσίου τις οποίες ρευστοποίησαν και .... (η συνέχεια εδώ).
Αυτά που έχουν ιδιαίτερη σημασία είναι τα κεφάλαια 7-9 όπου γίνεται ανάλυση των νομικών θεμάτων που αφορούν τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις.




7ο Κεφάλαιο - Νομικά ζητήματα σχετικά με το Μνημόνιο Συνεννόησης και τις Δανειακές Συμβάσεις

Σύνοψη

Η Ελλάδα φέρει την πρωταρχική ευθύνη για τις παραβιάσεις που εκτέθηκαν στο Έκτο Κεφάλαιο, αλλά οι ίδιες παραβιάσεις συνιστούν, επίσης, και αθέτηση των υποχρεώσεων σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους των δανειστών, καθώς αυτοί επέβαλαν τα εν λόγω μέτρα στην Ελλάδα. Αυτό ισχύει για καθένα από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε διεθνείς συμβάσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ΔΣΟΚΠΔ), η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (ΕΚΧ). Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) πρέπει, επίσης, να ενεργούν λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔ), της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Τέλος, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και τα μέλη του οφείλουν, κατά την επιβολή προγραμμάτων προσαρμογής, να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες.

Όλα τα παραπάνω μέρη, επίσης, στις πολιτικές τις οποίες ακολούθησαν, δεν τήρησαν τις πλέον βασικές προϋποθέσεις, ώστε να αποτραπούν καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καμία εκ των προτέρων εκτίμηση ή εκ των υστέρων αποτίμηση των επιπτώσεων των πολιτικών τους στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν διενεργήθηκε. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η διενέργεια τέτοιων εκτιμήσεων συνιστά βασική αξίωση του Διεθνούς Δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και της νομοθεσίας και των πολιτικών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων διαβούλευσης με όσα πρόσωπα ενδέχεται να πληγούν από τις εν λόγω πολιτικές, καθώς και της πληροφόρησης και της διαφάνειας σχετικά με τη δημόσια πρόσβαση στα πορίσματα των εκτιμήσεων αυτών.

Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία που προβλέπεται στο Σύνταγμα της Ελλάδας, τόσο τα Μνημόνια όσο και οι δανειακές συμβάσεις που ουσιαστικά απογύμνωσαν την Ελλάδα από τα περισσότερα κυριαρχικά της δικαιώματα, είναι διεθνείς συμφωνίες και, συνεπώς, έπρεπε να κυρωθούν από το Κοινοβούλιο. Κατά τούτο, το ελληνικό Σύνταγμα παραβιάσθηκε. Επιπλέον, οι δύο πιο σημαντικές εξουσιοδοτικές διατάξεις που προβλέπουν την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων για τη λήψη κατάλληλων μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής προς την επίτευξη των στόχων του προγράμματος, είναι εμφανώς αντισυνταγματικές.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι ορισμένες από τις διατάξεις των συμφωνιών ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της είναι σαφώς καταχρηστικές και αποδεικνύουν ότι η Ελλάδα ουσιαστικά εξαναγκάστηκε να παραδώσει σημαντικές πτυχές της κυριαρχίας της. Με την επιλογή του αγγλικού δικαίου, ως εφαρμοστέου δικαίου αυτών των συμφωνιών, ο κρυφός στόχος των πιστωτών ήταν να παρακαμφθούν το ελληνικό Σύνταγμα και οι διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επομένως, στο βαθμό που το αγγλικό δίκαιο δεν ενσωματώνει ή συγκρούεται με τις συμβατικές ή εθιμικού δικαίου υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η οικεία ρήτρα είναι άκυρη και ουδεμία υποχρέωση συμμόρφωσης απορρέει από αυτή. Επιπλέον, η κακή πίστη των συμβαλλόμενων μερών, με την οποία επιδίωξαν να παρακάμψουν το ελληνικό Σύνταγμα και τις δεσμεύσεις της χώρας έναντι του διεθνούς δικαίου, καθώς και ο καταδυναστευτικός χαρακτήρας των συμφωνιών, καθιστά τις τελευταίες άκυρες σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο.

1. Παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Ελλάδα

Όπως καταδείχθηκε στο Έκτο Κεφάλαιο, τα μέτρα που υιοθετήθηκαν και εφαρμόστηκαν από την ελληνική κυβέρνηση σύμφωνα με το λεγόμενο «πρόγραμμα διάσωσης» οδήγησαν σε σειρά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καθώς η Ελλάδα φέρει την πρωταρχική ευθύνη για την προστασία και προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλα τα πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία της, μπορεί να υποστηριχθεί ότι φέρει και την πρωταρχική ευθύνη για τις εν λόγω παραβιάσεις.

Ο ισχυρισμός, ότι τα εν λόγω μέτρα επιβλήθηκαν από τους πιστωτές της Ελλάδας μέσω των δανειακών συμβάσεων, δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τη λήψη μέτρων που έχουν ως αποτέλεσμα τις εν λόγω παραβιάσεις. Αυτό απορρέει από το Άρθρο 103 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπου επιβεβαιώνεται ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Χάρτη υπερισχύουν οιωνδήποτε άλλων αντίθετων διεθνών υποχρεώσεων.

Κάνοντας ειδική αναφορά στην Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ) παρατήρησε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επικαλείται δεσμεύσεις, όπως αυτές που απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων των δανειακών συμβάσεων και των Μνημονίων Συνεννόησης, προκειμένου να δικαιολογεί μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων (π.χ. European Committee of Social Rights, Complaint No. 80/2012, Pensioners’ Union of the Agricultural Bank of Greece (ATE) v Greece, 16 January 2012, para. 48.; ECtHR, Appl. No. 5809/08, Al-Dulimi and Montana Management Inc. v. Switzerland, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2013, σκ. 111; ECtHR, Appl. No. 45036/98, Bosphorus Hava Yollary Turizm ve Ticaret Anonim Sirketi v Ireland, Grand Chamber, απόφαση της 30ης Ιουνίου 2005, σκ. 153; ECtHR, Appl. No. 19392/92, United Communist Party of Turkey and Others v. Turkey, 30 January 1998, § 29).

2. Παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους πιστωτές

Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης

Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης που ενέκριναν την υπογραφή της Δανειακής Σύμβασης και του Μνημονίου Συνεννόησης (Συμφωνία μεταξύ των Πιστωτών -2010-, άρθρο 2-1-, Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης -2010-, προοίμιο παρ. 6) δεσμεύονται από το δίκαιο περί κρατικής ευθύνης και από τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από οποιαδήποτε παραβίαση των διεθνών δεσμεύσεών τους.

Όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ΔΣΟΚΠΔ). Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το Σύμφωνο περιλαμβάνουν την προστασία των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων, ακόμα και εκτός της εθνικής επικράτειας, όπως επιβεβαιώνεται από την Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα. Και άλλες επιτροπές του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Αποτελεί, επίσης, θέση των φορέων προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι τα κράτη δεν δύνανται να ενεργούν από κοινού και διαμέσου ενός διακρατικού πλαισίου (Συμφωνία μεταξύ των Πιστωτών -2010-, προοίμιο παρ. 2) ό,τι τους απαγορεύεται να πράττουν όταν δρουν μεμονωμένα, θέση η οποία συνάδει με το γενικό Διεθνές Δίκαιο (Στο Διεθνές Δίκαιο γίνεται δεκτό ότι ένα «Κράτος - μέλος διεθνούς οργανισμού αναλαμβάνει διεθνή ευθύνη σε περίπτωση που, επωφελούμενο από το γεγονός ότι ο οργανισμός έχει δικαιοδοσία σε σχέση με το αντικείμενο μίας εκ των διεθνών υποχρεώσεων του κράτους, καταστρατηγεί την εν λόγω υποχρέωση ωθώντας τον Οργανισμό να προχωρήσει σε ενέργεια η οποία, αν διαπράττονταν από το κράτος, θα συνιστούσε παραβίαση της υποχρέωσης» -άρθρο. 61, Draft Articles on the responsibility of international organizations, που υιοθετήθηκαν από την International Law Commission στην 69η σύνοδο at its sixty-third session, το 2011 -A/66/10, σκ. 87- και χαιρετίσθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στην Res. 66/100 της 9ης Δεκεμβρίου 2011).

Οι όροι που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και η συνακόλουθη προσβολή των κοινωνικο-οικονομικών δικαιωμάτων, όπως περιγράφηκαν αναλυτικά στο Έκτο Κεφάλαιο, συνιστούν παραβίαση της υποχρέωσης προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για κάθε δανείσαν κράτος μέλος της ευρωζώνης, ως συμβαλλόμενο μέρος στο Σύμφωνο και στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και απάδουν προς το αντικείμενο και τον σκοπό των δεσμεύσεών τους από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Κάθε δανείσαν κράτος μέλος της ευρωζώνης απαιτείται, επίσης, να διασφαλίζει ότι οι μη κρατικοί φορείς των οποίων τη δράση το κράτος-μέλος είναι σε θέση να επηρεάζει, δεν θίγουν την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων. Αυτό είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο για να κατανοηθεί η ευθύνη που φέρουν τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, τα οποία δάνεισαν κεφάλαια «διάσωσης» μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ).

Οι θεσμοί της ΕΕ

Είναι αληθές ότι στην αμφιλεγόμενη υπόθεση Pringle στην οποία αμφισβητήθηκε η έγκυρη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ - Ο ESM θεσπίσθηκε με την Απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 2011/199/ΕU της 25ης Μαρτίου 2011, τροποποιώντας το Άρθρο 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης -TFEU- σε ό,τι αφορά τον μηχανισμό σταθερότητας για τα κράτη-μέλη των οποίων νόμισμα είναι το ευρώ -OJ 2011 L 91, σ. 1-. Η εν λόγω Απόφαση προσέθεσε μια νέα παρ. 3 στο Άρθρο 136 της TFEU, προκειμένου να επιτρέψει τη θέσπιση ενός νέου μηχανισμού σταθερότητας ο οποίος θα διασφαλίζει τη σταθερότητα στην ευρωζώνη. Η Συνθήκη που θέσπιζε τον ESM υπογράφηκε στη συνέχεια στις Βρυξέλλες στις 2 Φεβρουαρίου 2012 από όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν δεσμεύονται από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όταν ενεργούν εκτός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα κράτη-μέλη δεν εφάρμοζαν δίκαιο της ΕΕ, υπό την έννοια του Άρθρου 51 (1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όταν θέσπιζαν τον ΕΜΣ. Ασχέτως του αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με αυτήν τη θέση, σε ό,τι αφορά τα κράτη-μέλη της ΕΕ, είναι σαφές ότι ο Χάρτης εφαρμόζεται όταν ενεργούν τα όργανα της ΕΕ, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Το Άρθρο 51 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ ορίζει:

«Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το Δίκαιο της Ένωσης».

Η φράση «όταν εφαρμόζουν το Δίκαιο της Ένωσης» αναφέρεται στα κράτη-μέλη που δύνανται να ενεργούν, είτε στο πεδίο εφαρμογής του Δικαίου της ΕΕ, είτε σε περιστάσεις που δεν καλύπτονται από αυτό. Εξ ορισμού, οι θεσμοί της ΕΕ υποχρεώνονται να συμμορφώνονται με τις επιταγές του Χάρτη, καθώς η οικεία διάκριση δεν τους καταλαμβάνει: οφείλουν την ίδια την ύπαρξή τους στο Δίκαιο της ΕΕ και ως εκ τούτου ο Χάρτης πρέπει να εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε δράση υιοθετούν. Οι Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (OJ C 303/17 της 14.12.2007) παρέχουν ισχυρό έρεισμα σε αυτή την ερμηνεία, καθώς οι επεξηγήσεις του Άρθρου 51 κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός των οργάνων και οργανισμών της ΕΕ και αφετέρου των κρατών μελών της ΕΕ και χρησιμοποιούν τη φράση «εφαρμόζουν το Δίκαιο της Ένωσης» μόνο σε σχέση με τα τελευταία. Πράγματι, αυτή είναι η θέση της νομικής θεωρίας (PEERS S. -2013-, “Towards a New Form of EU Law?: The Use of EU Institutions outside the EU Legal Framework”, European Constitutional Law Review σελ. 37 επ.). Αυτή ήταν επίσης η θέση της Γενικής Εισαγγελέως J. Kokott στην ίδια την υπόθεση Pringle, όπου σημείωνε, στις προτάσεις της από 26 Οκτωβρίου 2012, ότι «Η Επιτροπή παραμένει, ακόμη και όταν ενεργεί εντός του πλαισίου του ΕΜΣ, θεσμός της Ένωσης και ως τέτοιος δεσμεύεται από ολόκληρο το Δίκαιο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» (Στην παρ. 176 των Προτάσεών της).

Συνεπώς, οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τις επιταγές του ΧΘΔ, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όταν επιτελεί το ρόλο που της ανατέθηκε από τη Συμφωνία μεταξύ των Πιστωτών της 8ης Μαΐου 2010, όσο και το Συμβούλιο της ΕΕ όταν, ενεργώντας σύμφωνα με τα Άρθρα 126(9) και 136 της ΣΛΕΕ, απαιτεί να λάβει η Ελλάδα συγκεκριμένα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που θεωρούνται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σχέδιο «διάσωσης» που δόθηκε στην Ελλάδα, το οποίο ενεργοποιήθηκε μετά τη θέσπιση τόσο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), όσο και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΜΧΣ), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον βαθμό που αναλαμβάνει ρόλο στο ΕΤΧΣ - ιδίως στις διαπραγματεύσεις Μνημονίων Συνεννόησης με το δανειζόμενο κράτος μέλος - δεν μπορεί να αγνοεί το γεγονός ότι, ως θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεσμεύεται να διασφαλίζει πως όλες οι ενέργειές της πρέπει να σέβονται τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Υιοθέτηση του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 472/2013

Ο εν λόγω Κανονισμός (EΕ 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά την ενίσχυση της επίβλεψης της οικονομίας και του προϋπολογισμού των κρατών μελών της ευρωζώνης τα οποία αντιμετωπίζουν ή κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, OJ L 140/1 της 27.5.2013. Ο εν λόγω Κανονισμός, μαζί με τον Κανονισμό EΕ 473/2013 σχετικά με κοινές διατάξεις για την παρακολούθηση και την εκτίμηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και τη διασφάλιση της διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος των κρατών-μελών στη ζώνη του ευρώ, OJ L140/11, διαμορφώνουν τη «Δέσμη» συνδυασμένων μέτρων που εφαρμόζονται στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης που βρίσκονται υπό επιτήρηση προκειμένου να διασφαλισθεί η συνολική σταθερότητα) που υιοθετήθηκε την 21η Μαΐου 2013 ορίζει τους όρους που ισχύουν για τις χώρες της ευρωζώνης οι οποίες τίθενται υπό καθεστώς «ενισχυμένης επιτήρησης».

Εκ του Κανονισμού ΕΕ 472/2013 προκύπτουν τα ακόλουθα:

Πρώτον, μετά την 30η Μαΐου 2013, ημερομηνία έναρξης ισχύος του, οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί που αρχικά θεσπίσθηκαν εκτός Δικαίου της ΕΕ υπόκεινται πλέον σε ένα πλαίσιο βασισμένο στο Δίκαιο της ΕΕ. Τα μέτρα που υιοθετούνται σύμφωνα με τον Κανονισμό, είναι σαφές ότι «εφαρμόζουν δίκαιο της ΕΕ» και ως εκ τούτου, υπόκεινται στις απαιτήσεις του ΧΘΔ: αυτό επιβεβαιώνεται από τον ίδιο τον Κανονισμό, ο οποίος υπογραμμίζει ειδικά την απαίτηση τα εν λόγω μέτρα να συμμορφώνονται προς το Άρθρο 28 του Χάρτη, που αφορά το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων.

Δεύτερον, ο ίδιος Κανονισμός θεσπίζει ορισμένες ειδικές απαιτήσεις. Αυτές περιλαμβάνουν ιδίως την απαίτηση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αξιολογεί τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους (Άρθρο 6), καθώς και την απαίτηση τα κράτη-μέλη που τίθεται υπό ενισχυμένη εποπτεία να διασφαλίζουν ότι τα μέτρα μακροοικονομικής προσαρμογής υιοθετούνται με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και άλλων φορέων της κοινωνίας των πολιτών (Άρθρο 8).

Συμπέρασμα σε ό,τι αφορά τα κράτη-μέλη της ΕΕ και την Επιτροπή της ΕΕ

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα Μνημόνια Συνεννόησης που συμφωνήθηκαν, τόσο το 2010, όσο και το 2012, θα έπρεπε να τηρούν τις επιταγές του ΧΘΔ. Όσον αφορά τη συμφωνία του 2010, αυτό συνάγεται από τον ρόλο που εκπληρώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία επιφορτίζεται με συγκεκριμένες ευθύνες, κατά τη Συμφωνία μεταξύ των Πιστωτών, καθώς και το Συμβούλιο της ΕΕ, το οποίο ενεργεί σύμφωνα με τα Άρθρα 126 (9) και 136 της ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τη συμφωνία του 2012 με το ΕΤΧΣ, αυτό συνάγεται από το ρόλο που ανέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Συμφωνία Πλαίσιο και τα Ενοποιημένα Άρθρα του Καταστατικού που θεσπίζουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οποιεσδήποτε αμφιβολίες για το κατά πόσο ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ισχύει στην εφαρμογή του Μνημονίου Συνεννόησης αίρονται με την υιοθέτηση του Κανονισμού υπ’ αρ. 472/2013. Επιπλέον, όπως σημειώθηκε παραπάνω, καθ’ όλη τη διαδικασία, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης του 1961 συνεχίζει να ισχύει για την Ελλάδα. Αυτό επιβεβαιώθηκε ρητά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ), στην προαναφερθείσα υπόθεση σχετικά με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας από την Ελλάδα (European Committee of Social Rights, Federation of employed pensioners of Greece -IKA-ETAM- v. Greece, υπόθεση αριθμ. No. 76/2012, απόφαση επί της ουσίας της 7ης Δεκεμβρίου 2012).

Επιπλέον, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι οι Ευρωπαίοι Δανειστές (Κράτη και Θεσμοί) οφείλουν να σέβονται την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), ιδίως τα Άρθρα 2 και 3.

Σύμφωνα με το Άρθρο 2 της ΣΕΕ, «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη-μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».

Το Άρθρο 3, παρ. 3, εδ. 3 της ΣΕΕ, ορίζει ότι η Ένωση «προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών».

Τέλος, στο Άρθρο 9 της ΣΛΕΕ ορίζεται ότι «Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και των δράσεών της, η Ένωση συνεκτιμά τις απαιτήσεις που συνδέονται με την προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης, με τη διασφάλιση της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας, με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού καθώς και με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, κατάρτισης και προστασίας της ανθρώπινης υγείας».

Συνεπώς, ο παραμερισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά τον σχεδιασμό των μακροοικονομικών προγραμμάτων που συμφωνήθηκαν ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της το 2010 και το 2012, συνιστά παραβίαση τόσο του Δικαίου της ΕΕ όσο και του Διεθνούς Δικαίου.

Παρότι ενδεχομένως υφίστανται αμφιβολίες ως προς την ισχύ του ΧΘΔ στα κράτη-μέλη της ΕΕ, σε σχέση με την υιοθέτηση και την εφαρμογή των εν λόγω προγραμμάτων έως την 30η Μαΐου 2013 και παρότι η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων υπό τον ΧΘΔ είναι μάλλον αδύναμη, δεν χωρά αμφισβήτηση ότι τουλάχιστον ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης θα έπρεπε να είχε τηρηθεί πλήρως. Οι επιπτώσεις στα δικαιώματα που προστατεύονται από διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, τον οποίο αποδέχθηκε η Ελλάδα, θα έπρεπε να είχαν εκτιμηθεί και εάν εντοπιζόταν οποιαδήποτε ασυμβατότητα, θα έπρεπε τα προγράμματα προσαρμογής να τροποποιηθούν, ούτως ώστε να εξαλειφθεί κάθε κίνδυνος ασυμβατότητας.

Τόσο η Ελλάδα όσο και τα κράτη-μέλη της ΕΕ, τα οποία έχουν δεσμευθεί να σέβονται το Διεθνές Δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εάν δεν το πράττουν, παραβιάζουν τις διεθνείς τους υποχρεώσεις.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει επανειλημμένα δεχθεί ότι, μολονότι οι δεσμεύσεις που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δεν αποκλείουν τη συνεργασία μεταξύ κρατών σε συγκεκριμένα πεδία δραστηριότητας, οι δεσμεύσεις των συμβαλλομένων μερών συνεχίζουν να ισχύουν ακόμη και αφότου ένα κράτος έχει μεταβιβάσει ορισμένες αρμοδιότητες σε διεθνείς οργανισμούς (ECtHR, Appl. No. 24833/94, Mathews v United Kingdom, Grand Chamber, απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1999, σκ. 29, 32 και 34; ECtHR, Appl. No. 26083/94, Waite and Kennedy v Germany, Grand Chamber, απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1999, σκ. 67; ECtHR, Appl. No. 45036/98, Bosphorus Hava Yollary Turizm ve Ticaret Anonim Sirketi v Ireland, Grand Chamber, Απόφαση της 30ης Ιουνίου 2005, σκ. 152–156). Ως εκ τούτου, τα κράτη-μέλη του ΔΝΤ οφείλουν να συμμορφώνονται με τις ισχύουσες δεσμεύσεις τους, σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμη και όταν ενεργούν υπό την αιγίδα του ΔΝΤ.

Όσο για το ΔΝΤ καθεαυτό, όπως συμβαίνει και με οποιοδήποτε άλλο υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, οι διεθνείς οργανισμοί «δεσμεύονται από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους βαρύνουν σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με το καταστατικό τους ή σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις των οποίων είναι μέρη» (ICJ, Interpretation of the Agreement of 25 March 1951 between the WHO and Egypt, Advisory Opinion 20 Δεκεμβρίου 1980, I.C.J. Reports 1980, 73 σελ. 89–90 -σκ. 37). Το ΔΝΤ οφείλει να απέχει από πράξεις που θα υπονόμευαν τη δυνατότητα ενός δανειζόμενου κράτους να συμμορφώνεται με τις εσωτερικές, αλλά και με τις διεθνείς του δεσμεύσεις, προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (SANDS P. & KLEIN P. -2001- Bowett’s Law of International Institutions, 5η έκδοση, Sweet & Maxwell Ltd). Επιπλέον, το ΔΝΤ δεσμεύεται από τις γενικές αρχές και τους σκοπούς του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και το ίδιο είναι μια εξειδικευμένη Αρχή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Χάρτης των Η.Ε., Άρθρα 57 και 63). Οι εν λόγω γενικές αρχές και σκοποί περιλαμβάνουν το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά την εσφαλμένη παραδοσιακή άποψη ότι στο ΔΝΤ δεν επιτρέπεται να λαμβάνει υπόψη του τα ανθρώπινα δικαιώματα, εξαιτίας της απαγόρευσης η οποία απέρρεε, κατ’ αναλογία, από το Άρθρο IV, τμήμα 10, του Καταστατικού της Διεθνούς Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης («Απαγορεύεται η Πολιτική Δραστηριότητα», αλλά σημειώνεται ότι το Καταστατικό του ΔΝΤ δεν περιλαμβάνει καμιά παρόμοια ρήτρα), οποιαδήποτε δικαιολόγηση της άρνησης συεκτίμησης των επιπτώσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα, στις συστάσεις του ΔΝΤ προς τα κράτη, είναι αβάσιμη, ιδίως όταν η συμμόρφωση με τις εν λόγω συστάσεις αποτελεί όρο για τη λήψη κεφαλαίων, με δεδομένο τον βαθιά παρεμβατικό χαρακτήρα τέτοιων συστάσεων πολιτικής που απευθύνονται στα κράτη.

3. Διαδικαστικές παραβιάσεις

3.1 Διαφάνεια και Εκτίμηση Επιπτώσεων στα Κοινωνικά και Ανθρώπινα Δικαιώματα

Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα κράτη, τόσο όταν ενεργούν μεμονωμένα, όσο και όταν ενεργούν από κοινού, έχουν υποχρέωση να πληροφορούνται τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των ενεργειών τους στα κοινωνικο-οικονομικά δικαιώματα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της επικράτειάς τους. Πολλές διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες (Κατευθυντήριες Αρχές για το Εξωτερικό Χρέος και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ το 2012, HRC Res. A/HRC/RES/20/10. Οι Κατευθυντήριες Αρχές για την Ακραία Φτώχεια και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στην 21η συνέλευσή του με τη στήριξη των Κρατών Μελών της ΕΕ -Σεπτέμβριος 2011-, διακηρύσσουν στην παρ. 61: «Τα Κράτη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών διεθνούς εμπορίου και των φορολογικών, δημοσιονομικών, νομισματικών, περιβαλλοντικών και επενδυτικών πολιτικών. Οι δεσμεύσεις της διεθνούς κοινότητας για μείωση της φτώχειας δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται σαν να ήταν αποκομμένες από τις διεθνείς και εθνικές πολιτικές και αποφάσεις, ορισμένες από τις οποίες μπορεί να καταλήγουν στην επιβολή συνθηκών οι οποίες δημιουργούν, διατηρούν ή αυξάνουν τη φτώχεια, εγχωρίως ή διεθνώς. Πριν από την υιοθέτηση οποιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας ή την εφαρμογή οποιωνδήποτε μέτρων πολιτικής, τα Κράτη οφείλουν να αξιολογούν εάν αυτά είναι συμβατά με τις διεθνείς δεσμεύσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Βλ. επίσης, Guiding Principles on Human Rights Impact Assessments of Trade and Investment Agreements, Report of the Special Rapporteur on the Right to Food, Olivier De Schutter, U.N. ESCOR, Comm’n. on Hum. Rts., 19th Sess., Agenda Item 3, add., U.N. Doc. A/HRC/19/59/Add.5 -2011) καθώς και παρατηρήσεις οργάνων διεθνών συνθηκών (UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Concluding Observations: Greece, UN Doc. CEDAW/C/GRC/CO/7, para. 40) υπογραμμίζουν την ανάγκη να διενεργούνται Εκτιμήσεις Επιπτώσεων στα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεσμευθεί, μέσω σειράς κατευθυντήριων οδηγιών (Communication on a strategy for the effective implementation of the charter of fundamental rights by the European Union, com -2010- 573/4; Commission staff working paper operational guidance on taking account of Fundamental rights in commission impact assessments sec -2011- 567 final), να διενεργεί συστηματικά Εκτιμήσεις Επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων στα θεμελιώδη δικαιώματα, στις νομοθετικές προτάσεις της. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόνισε τη σημασία των Εκτιμήσεων Επιπτώσεων στην υιοθέτηση νομοθετικών μέτρων (ΔΕΕ, υπόθεση C-92/09 and C-93/09, Schecke and Eifert, Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, §81 and 83). Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεσμεύθηκε για την περαιτέρω ενίσχυση της παραμέτρου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις εκτιμήσεις επιπτώσεων στις εξωτερικές πολιτικές της ΕΕ (Human Rights and Democracy: EU Strategic Framework and EU Action Plan, 25 Ιουνίου 2012). Βασιζόμενος εν μέρει στην εν λόγω δέσμευση, αλλά και σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το ίδιο θέμα, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, σε υπόθεση σχετική με τη Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών με το Βιετνάμ, συντάχθηκε με την άποψη ότι η άρνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προετοιμάσει Έκθεση Εκτίμησης Επιπτώσεων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα συνιστά περίπτωση κακοδιοίκησης (Ombudsman’s recommendation related to complaint 1409/2014/JN against the European Commission, 26 Μαρτίου 2015).

Προξενεί εντύπωση ότι, όταν σχεδιάσθηκαν τα προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής που αφορούσαν την Ελλάδα, ουδεμία Εκτίμηση Επιπτώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα προετοιμάσθηκε. Επιπλέον, σειρά διαδικαστικών ελαττωμάτων περιγράφηκαν και καταγγέλθηκαν στη σχετική Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2014 (European Parliament Report 2009-14 on the inquiry on the role and operations of the Troika -ECB, Commission and IMF- with regard to the euro area programme countries -2013/2277 -INI-, A7-0149/2014, 28.2.2014, para. L. §39 and 48, εφεξής EP Report A7-0149/2014) και, όπως τονίσθηκε από μέλος της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων: «Όλες οι φάσεις εκπόνησης του προγράμματος προσαρμογής υστερούσαν πράγματι σε διαφάνεια και δημοκρατικό έλεγχο. Μέχρι το 2013, από την προπαρασκευαστική φάση της διαπραγμάτευσης έως τη σύνθεση των εντολών και τη διαμόρφωση συγκεκριμένων μέτρων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε τεθεί πλήρως στο περιθώριο» (Πλιάκος Α., «Μνημόνια Συνεννόησης και οι απαιτήσεις των Αξιών της ΕΕ»).

Ούτε το 2010 ούτε το 2012, υπήρξε οποιαδήποτε απόπειρα να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα της μακροοικονομικής προσαρμογής και της δημοσιονομικής εξυγίανσης που αποτελούσαν όρους για την παροχή δανείων. Στην περίπτωση ιδίως του Μνημονίου Συνεννόησης του 2012, η απουσία οποιασδήποτε Εκτίμησης Επιπτώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα εγείρει ιδιαίτερα ερωτήματα, καθώς οι βλάβες είχαν πλέον καταστεί ευρέως γνωστές.

Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, τα κράτη-μέλη της ΕΕ που δρουν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως θεσμοί της ΕΕ, καθώς και το ΔΝΤ και τα κράτη-μέλη του ΔΝΤ, απέτυχαν να ανταποκριθούν στις πλέον στοιχειώδεις απαιτήσεις αποτροπής βλαβών στα ανθρώπινα δικαιώματα εξαιτίας των πολιτικών που εφαρμόζουν. Δεν διενέργησαν Εκτιμήσεις Επιπτώσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε εκ των προτέρων ούτε εκ των υστέρων, μολονότι η διατύπωση σχετικών εκτιμήσεων συνιστά βασική προσδοκία τόσο του Διεθνούς Δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όσο και του δικαίου και των πολιτικών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων διαβούλευσης με τα πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να επηρεαστούν από τις εν λόγω πολιτικές, αλλά και πρόσβασης στην πληροφόρηση και διαφάνειας σε ό,τι αφορά τη δημόσια πρόσβαση στα αποτελέσματα των Εκτιμήσεων αυτών (UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Concluding Observations: Greece, UN Doc. CEDAW/C/GRC/CO/7, παρ. 13c, 33b, 40).

3.2 Η αντισυνταγματικότητα των δανειακών συμβάσεων και των Μνημονίων Συνεννόησης

3.2.1 Παραβίαση της διαδικασίας κύρωσης την οποία προβλέπει το Σύνταγμα της Ελλάδας

Η διαπραγμάτευση και η υπογραφή των δανειακών συμβάσεων έλαβαν χώρα με πλήρη έλλειψη διαφάνειας και παραβίασαν τη διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα. Τόσο τα Μνημόνια όσο και οι δανειακές συμβάσεις που πρακτικά απογύμνωσαν την Ελλάδα από τα περισσότερα κυριαρχικά της δικαιώματα, αποτελούν διεθνείς συμφωνίες και, ως εκ τούτου, έπρεπε να κυρωθούν από τη Βουλή (Εφόσον οι Δανειακές Συμβάσεις υπεγράφησαν από υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, δηλ. Κράτη και διεθνείς οργανισμούς και οι εκπρόσωποί τους εξέφρασαν την κοινή βούληση της νομικής δέσμευσης για τις διατάξεις τους, οφείλουν να θεωρούνται ως διεθνείς συμφωνίες σύμφωνα τόσο με το διεθνές όσο και με το ελληνικό δίκαιο). Πράγματι, σύμφωνα με το Άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, οι διεθνείς συμφωνίες πρέπει να κυρώνονται με τυπικό νόμο από την Ολομέλεια της Βουλής. Πρέπει μάλιστα να ψηφιστούν με αυξημένη πλειοψηφία τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, όπως ορίζεται στο Άρθρο 28 παρ. 2 και όπως επέμειναν αρκετά μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλέπε απόφαση ΟλΣτΕ 668/2012, σκ. 29).

Εντούτοις, η Δανειακή Σύμβαση της 8ης Μαΐου 2010 ούτε καν διανεμήθηκε στη Βουλή, ούτε ποτέ συζητήθηκε δημόσια. Παρομοίως, τα μέτρα λιτότητας επιβλήθηκαν, χωρίς να συζητηθούν ποτέ στη Βουλή. Μάλιστα, έγγραφο, με τίτλο «Δήλωση για τη στήριξη της Ελλάδας από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης» της 11ης Απριλίου 2010 (Παράρτημα II, νόμος 3845/2010), ανακοίνωσε ότι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, μαζί με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, ήταν έτοιμα να παράσχουν δάνειο στην Ελλάδα και ότι οι όροι του δανείου «είχαν ήδη συμφωνηθεί». Αυτό αποδεικνύει ότι κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν είχε πρόθεση να σεβαστεί τις διαδικασίες του Συντάγματος της Ελλάδας ή να συμμορφωθεί με τις πλέον στοιχειώδεις απαιτήσεις διαφάνειας.

Τα ευρωπαϊκά κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στις Δανειακές Συμβάσεις είναι, όλα, δημοκρατικά κράτη και, συνεπώς, γνωρίζουν πλήρως τον τυπικό κανόνα των εθνικών Συνταγμάτων που απαιτεί την κοινοβουλευτική κύρωση κάθε διεθνούς συνθήκης. Πόσο μάλλον που η εν λόγω δέσμευση αφορά διεθνείς συμφωνίες, όπως οι Δανειακές Συμβάσεις οι οποίες καθορίζουν το μέλλον του κράτους και των πολιτών του για δεκαετίες. Για τον λόγο αυτόν, τόσο τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και οι «θεσμοί» - ιδίως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η μη κύρωση των Δανειακών Συμβάσεων από τη Βουλή των Ελλήνων τις καθιστά αντισυνταγματικές.

Με το Άρθρο 1 παρ. 4 του Νόμου 3845/2010, εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Οικονομικών να διαπραγματεύεται και να υπογράφει τα κείμενα όλων των σχετικών δανειακών και χρηματοδοτικών συμφωνιών (συμπεριλαμβανομένων διεθνών συνθηκών, συμβάσεων και μνημονίων συνεννόησης). Εντούτοις, αυτές οι συμφωνίες έπρεπε να υποβληθούν στη Βουλή για κύρωση, γεγονός που ουδέποτε συνέβη. Πέντε ημέρες μετά την ψήφιση του Νόμου 3845/2010, το Άρθρο 1 παρ.9 του Νόμου 3847/2010 τροποποίησε το Άρθρο 1 παρ. 4 του Νόμου 3845, αντικαθιστώντας τον όρο «κύρωση» (από τη Βουλή) με τους όρους «συζήτηση και ενημέρωση».

Επιπροσθέτως, όλες οι σχετικές συμφωνίες (ανεξαρτήτως του νομικού τους χαρακτήρα) κηρύχθηκαν ως παράγουσες έννομο αποτέλεσμα από τη στιγμή της υπογραφής τους από τον Υπουργό Οικονομικών. Ως εκ τούτου, τα Άρθρα 28 και 36 του Συντάγματος καταργήθηκαν στην πράξη με μια απλή νομοθετική μεταβολή. Επιπλέον, ο Νόμος 3845/2010 συμπεριέλαβε τα δύο από τα τρία Μνημόνια Συνεννόησης, ως απλά παραρτήματα, τιτλοφορώντας τα «Σχέδια Προγράμματος».

Πάρα ταύτα, στις 3 Ιουνίου 2010 κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο για την κύρωση όλων των δανειακών συμβάσεων, ορίζοντας ότι αυτές ισχύουν από την ημερομηνία κατάθεσής του (Άρθρο 3). Φαίνεται ότι, συνειδητοποιώντας ότι ο Νόμος 3845/2010 ήταν αντισυνταγματικός, η τότε κυβέρνηση κατέθεσε το εν λόγω νομοσχέδιο στο Κοινοβούλιο προκειμένου να προσδώσει στα υιοθετηθέντα μέτρα νομική ισχύ.

3.2.2 Η εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Οικονομικών είναι αντισυνταγματική

Οι δύο πιο σημαντικές εξουσιοδοτικές διατάξεις, όσον αφορά τον Υπουργό Οικονομικών, είναι (Πέραν των δύο διατάξεων που εξετάστηκαν παραπάνω και άλλες διατάξεις προβλέπουν την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων -έπειτα από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών και άλλων υπουργών- για να ληφθούν επείγοντα μέτρα για την προστασία ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων κατά την εφαρμογή του προγράμματος -Άρθρο 2 παρ. 2-, καθώς και για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, των μικρών επιχειρήσεων και των καταναλωτών -Άρθρο 2 παρ. 3-. Μέσω αποφάσεων υπογεγραμμένων από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, λαμβάνονται μέτρα σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα αφορά σε επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και επιδόματα αδείας -Άρθρο 3 παρ. 15-

α) η διάταξη του Άρθρου 1 παρ. 4 και 
β) η διάταξη του Άρθρου 2 παρ. 1α του νόμου 3845/2010, που προβλέπουν την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, προκειμένου να ληφθούν κατάλληλα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος. 
Αυτές οι δύο εξουσιοδοτικές διατάξεις είναι σαφώς αντισυνταγματικές.

Η διάταξη που περιέχεται στο Άρθρο 1 παρ. 4 είναι αντισυνταγματική, επειδή παραβιάζει το Άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος («Οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις και σε όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει»).26 Το επιχείρημα αυτό ενισχύεται περαιτέρω από το Άρθρο 36 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει ρητά οποιαδήποτε εξουσιοδότηση σε ό,τι αφορά την κύρωση διεθνών συνθηκών («Η κύρωση διεθνών συνθηκών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης κατά το Άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 4»). Το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην κομβική του Απόφαση 668/2012, αρνήθηκε να εξετάσει τη συνταγματικότητα της εν λόγω εξουσιοδότησης (σκ. 30). Εντούτοις, σύμφωνα με τη μειοψηφούσα γνώμη δύο δικαστών, η εν λόγω ρήτρα παραβιάζει τα Άρθρα 36 παρ. 2 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος (σκ. 31).

Το Άρθρο 2 παρ. 1α του Νόμου 3845/2010 αντιβαίνει στο Άρθρο 43 παρ. 4 του Συντάγματος («Με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής μπορεί να παρέχεται εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζονται σ’ αυτούς σε γενικό πλαίσιο. Με τους νόμους αυτούς χαράσσονται οι γενικές αρχές και οι κατευθύνσεις της ρύθμισης που πρέπει να ακολουθηθεί και τίθενται χρονικά όρια για τη χρήση της εξουσιοδότησης»). Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ίδιος ο νόμος δεν προβλέπει κάποιο πλαίσιο εντός του οποίου θα ασκούνται οι αρμοδιότητες για τις οποίες υπήρξε εξουσιοδότηση, ο νόμος αυτός δεν παρέχει οποιεσδήποτε «γενικές αρχές και κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθήσει η κανονιστική ρύθμιση». Ως εκ τούτου, η εξουσιοδότηση δεν είναι ειδική και ορισμένη και επομένως είναι αντισυνταγματική σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλέπε αποφάσεις 3051/2014 και 1210/2010).

4. Καταχρηστικές ρήτρες των συμφωνιών μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών

Από το 2010, το εφαρμοστέο δίκαιο για τις δανειακές συμβάσεις μεταξύ της Ελλάδας και των επίσημων πιστωτών της είναι το αγγλικό. Το αγγλικό δίκαιο διέπει και τα νέα ομόλογα που έλαβαν οι ιδιώτες πιστωτές σύμφωνα με τους όρους του PSI του 2012.

Ο κρυφός σκοπός των πιστωτών (οι οποίοι βρίσκονταν σε πολύ ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση), κατά την επιλογή του αγγλικού δικαίου ήταν να παρακαμφθούν το Σύνταγμα και οι διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας, όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πράγματι, τα μέρη υπέλαβαν ότι ένα δικαιοδοτικό όργανο το οποίο θα είχε εντολή να εφαρμόσει αποκλειστικά το αγγλικό δίκαιο, θα περιοριζόταν σε μια αυστηρή ερμηνεία του δικαίου των συμβάσεων, μάλλον ευνοϊκή για τους πιστωτές. Παρά το γεγονός ότι το αγγλικό δίκαιο συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον Νόμο περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Act), ήταν σαφές στα συμβαλλόμενα μέρη ότι ο εν λόγω νόμος δεν θα έβρισκε εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς, σύμφωνα με το Άρθρο 22 του ίδιου νόμου, υπόκειται σε εδαφικούς περιορισμούς. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης θα αναλάμβαναν διακυβερνητικοί οργανισμοί, ήταν επίσης γνωστό ότι οι τελευταίοι δεν υπόκεινται σε συμβατικές δεσμεύσεις σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι απολαμβάνουν ευρύτατων ασυλιών.

Ορισμένες από τις ρήτρες στις συμφωνίες είναι μάλιστα σαφώς καταχρηστικές και αποδεικνύουν ότι, στην πραγματικότητα, η Ελλάδα εξαναγκάσθηκε να απεμπολήσει σημαντικές πτυχές της κυριαρχίας της. Ενδεικτικά: «Με την παρούσα ο Δανειολήπτης, αμετάκλητα και άνευ όρων, παραιτείται από κάθε ασυλία την οποία έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία, από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή, κατάσχεση, αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή προσωρινή διαταγή, και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του, στο βαθμό, που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος» (Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης, άρθρο 14 -5-, Σύμβαση Πλαίσιο του ΕΤΧΣ, άρθρο 15 -2-,; Κύρια Σύμβαση Χρηματοπιστωτικής Διευκόλυνσης, άρθρο 15 -4-).

Ως εάν αυτή η απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν ήταν αρκετή, οι πιστωτές της Ελλάδας, προβλέποντας ότι η καταχρηστική και επονείδιστη φύση της συμφωνίας τους θα μπορούσε να εκληφθεί ως τέτοια από αρμόδιο δικαστήριο, προσέθεσαν και μιαν άλλη ρήτρα με την οποία διατηρούνται οι υποχρεώσεις του δανειολήπτη ακέραιες, ακόμη και σε ενδεχόμενη ακυρότητα της συμφωνίας.

«Σε περίπτωση που μία ή περισσότερες από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα Συμφωνία είναι ή καταστούν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει άκυρες, παράνομες ή μη εκτελεστές, από οποιαδήποτε άποψη βάσει οποιουδήποτε ισχύοντος νόμου, η ισχύς, η νομιμότητα και η εκτελεστότητα των υπολοίπων διατάξεων που περιλαμβάνονται στην παρούσα Συμφωνία επ’ ουδενί τρόπω επηρεάζεται ή κλονίζεται για τον λόγο αυτό. Οι διατάξεις που είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει άκυρες, παράνομες ή μη εκτελεστές, ερμηνεύονται και ως εκ τούτου εφαρμόζονται σύμφωνα με το πνεύμα και τον σκοπό της παρούσας Συμφωνίας» (Συμφωνία μεταξύ των Πιστωτών, άρθρο 13 -1-; Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης, άρθρο 12 -1-; Σύμβαση Πλαίσιο του ΕΤΧΣ άρθρο 15, Κύρια Σύμβαση Χρηματοπιστωτικής Διευκόλυνσης, άρθρο 15 -1-, -2- και -3-).

Ακόμη και αν εφαρμοζόταν το αγγλικό δίκαιο, οι όροι της συμφωνίας θα θεωρούνταν εν πολλοίς απεχθείς. Κατά πρώτον, έχει κριθεί ότι, στο μέτρο του δυνατού, το αγγλικό κοινό δίκαιο (common law) πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να βρίσκει εφαρμογή η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή αλλιώς, όπως έχει διατυπωθεί, να «συνυφαίνονται τα δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης με τις αρχές του κοινού δικαίου και της επιείκειας» (Versloot Dredging BV v HDI Gerling Industries [2014] EWCA Civ 1349, σκ. 140-41). Προφανώς όμως, εδώ παραβιάζονται θεμελιώδεις διατάξεις της ΕΣΔΑ. Κατά δεύτερον, σύμφωνα με το αγγλικό κοινό δίκαιο, όσες πιστοδοτικές συμβάσεις είναι ιδιαιτέρως μεροληπτικές υπέρ του δανειστή και επιβάλλουν καταχρηστικούς όρους που παρεμβαίνουν στην προσωπική σφαίρα και τις βιοτικές επιλογές του δανειολήπτη, αντίκεινται στη δημόσια τάξη (Horwood v. Millar’s Timber and Trading Co Ltd [1917] 1 KB 305). Τέλος τα αγγλικά δικαστήρια έχουν στην πράξη αποδεχθεί ότι η καλή πίστη αποτελεί μέρος του αγγλικού δικαίου μέσω της νομοθεσίας και των αρχών της ΕΕ (Yam Seng Pte v International Trade Corp Ltd [2013] EWHC 111 -QB-, παρ. 119-54, αλλά ιδίως η παρ. 124). Όπως ήδη εξηγήθηκε παραπάνω, η έλλειψη καλής πίστης αποτυπώθηκε σαφώς στις δανειακές συμβάσεις που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα.

Τα κράτη δεν είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν συμβάσεις ή ρήτρες οι οποίες παραβιάζουν το Σύνταγμά τους ή οι οποίες επιβάλλουν περιορισμούς στις τρείς εξουσίες, καθώς αυτό πρακτικά θα σήμαινε απώλεια της κυριαρχίας. Ως εκ τούτου, το δόγμα της αναγκαίας εκτελεστικής δράσης του κράτους (executive necessity), το οποίο αρχικά διαμορφώθηκε στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, δέχεται την ιδέα ότι συμβάσεις ή δεσμεύσεις τις οποίες συνομολογεί η κυβέρνηση, είναι ανεφάρμοστες κατ’ επιταγή του δημοσίου συμφέροντος, εάν τυχόν δεσμεύουν τη μελλοντική άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας (Watson’s Bay and South Shore Ferry Co Ltd v Whitfield [1919] 27 CLR 268, 277, Redericktiebolaget Amphitrite v King [1912] 2 KB 500, 503).

Συμπερασματικά, στο βαθμό που το αγγλικό δίκαιο δεν ενσωματώνει τις συμβατικές ή τις εθιμικού δικαίου υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή έρχεται σε αντίθεση με αυτές, η ρήτρα της επιλογής του ως εφαρμοστέου είναι άκυρη και δεν δημιουργεί καμία υποχρέωση συμμόρφωσης. Σε κάθε περίπτωση, η κακή πίστη των συμβαλλόμενων μερών, με την οποία αυτά αποσκοπούσαν να παρακάμψουν το Σύνταγμα και τις δεσμεύσεις της χώρας έναντι του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και ο καταχρηστικός χαρακτήρας των συμφωνιών, καθιστούν τις τελευταίες άκυρες σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο.

8ο Κεφάλαιο - Εκτίμηση του χρέους όσον αφορά τον αθέμιτο, επονείδιστο, παράνομο και μη βιώσιμο χαρακτήρα του

Με βάση τα ευρήματα των προηγούμενων κεφαλαίων, μπορούμε να εκτιμήσουμε στο παρόν κεφάλαιο το χρέος ανά πιστωτή, σύμφωνα με τους ορισμούς του παράνομου, του αθέμιτου και του επονείδιστου χρέους. Η εκτίμησή μας περί μη βιωσιμότητας αφορά το τρέχον ελληνικό δημόσιο χρέος, στο σύνολό του, τον Ιούνιο του 2015.

A. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Από οικονομική άποψη, όπως αποτυπώνεται στο Πέμπτο Κεφάλαιο, οι πολιτικές προσαρμογής είχαν επιζήμια αποτελέσματα, όσον αφορά το ΑΕΠ, τις επενδύσεις, την παραγωγικότητα της εργασίας, τον συντελεστή απόδοσης του κεφαλαίου και την απασχόληση. Η οικολογικά και κοινωνικά βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ουσιαστική αύξηση των δημοσίων δαπανών (συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επενδύσεων). Είναι ασύμβατη με τις υφιστάμενες πολιτικές λιτότητας, καθώς δεν αφήνει κανένα περιθώριο να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό.

Επιπρόσθετα, με βάση τον ορισμό που δίνεται στην παρούσα έκθεση, είναι σαφές ότι το χρέος της Ελλάδας είναι μη βιώσιμο.

Λαμβάνοντας υπόψη πως ένα χρέος είναι μη βιώσιμο, εάν δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς να επιβαρυνθεί σοβαρά η ικανότητα ή η δυνατότητα του κράτους οφειλέτη να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, όσον αφορά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως τα δικαιώματα στην περίθαλψη, στην εκπαίδευση, στο νερό, την υγιεινή και την κατάλληλη στέγαση ή να επενδύει σε δημόσιες υποδομές και σε προγράμματα αναγκαία για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ή χωρίς να έχει βλαπτικές συνέπειες στον πληθυσμό του κράτους οφειλέτη (συμπεριλαμβανομένης της υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου), καταλήγουμε ότι το τρέχον χρέος της Ελλάδας είναι, όντως, μη βιώσιμο.

Η Ελλάδα, προς το παρόν, δεν μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος της, χωρίς να πλήττεται σοβαρά η δυνατότητά της να εκπληρώνει τις βασικές υποχρεώσεις της, όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως αποτυπώθηκε στο Έκτο Κεφάλαιο, στην Ελλάδα σημειώνονται πολλές παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες οφείλονται στη ανεπάρκεια των δημοσίων δαπανών στον τομέα των κοινωνικών παροχών. Συνεπώς, η πρόληψη των εν λόγω παραβιάσεων επάγεται αναπόφευκτα αύξηση στις δημόσιες δαπάνες. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην παρούσα Έκθεση, η τρέχουσα χρηματοοικονομική κατάσταση δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες και, ταυτόχρονα, να αποπληρώσει το χρέος, διότι δεν υπάρχει περιθώριο επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος στον Προϋπολογισμό του Κράτους. Η κατάσταση εκτίθεται με σαφήνεια σε πολλές επίσημες δηλώσεις, όπου επισημαίνεται ότι, αν δεν ολοκληρωθεί η εκταμίευση του δανείου του 2012, η Ελλάδα θα βρεθεί σε αδυναμία να αποπληρώνει τις οφειλές προς τους πιστωτές και, συγχρόνως, να καλύπτει βασικές κοινωνικές ανάγκες της οι οποίες εξακολουθούν να υποχρηματοδοτούνται. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει σαφώς το δίλημμα, είτε να αποπληρώσει τα δάνεια συνεχίζοντας να παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα είτε να αναστείλει την αποπληρωμή και να διαθέσει τα κονδύλια που θα χρησιμοποιούσε για την εν λόγω αποπληρωμή, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.

B. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ

1. Είναι το χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο νόμιμο;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος το οποίο συνάφθηκε με όρους αντίθετους στο νόμο ή τη δημόσια τάξη είναι παράνομο, το χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρέπει να θεωρηθεί παράνομο, διότι τα μέτρα που συναρτώνται με τα δάνεια του ΔΝΤ προς την Ελλάδα παραβίασαν θεμελιώδεις κανόνες, οι οποίοι εμπεριέχονται στο Σύνταγμα της χώρας, στο εθιμικό δίκαιο και στις διεθνείς συνθήκες που η Ελλάδα έχει κυρώσει. Οι αυστηροί όροι του δανεισμού επιδείνωσαν δραματικά τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας και την υποχρεώνουν να επιλέξει ανάμεσα στην αποπληρωμή του ΔΝΤ και στην κάλυψη βασικών κοινωνικών δαπανών για τη διατήρηση επαρκούς βιοτικού επιπέδου και την προάσπιση θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού της. Δεδομένου ότι οι αυστηροί όροι (αιρεσιμότητες) του δανεισμού επιβλήθηκαν άμεσα από το ΔΝΤ και ελέγχονται από αυτό (Geithner, T. & Gianviti, F., 2002, Guidelines on Conditionality http://goo.gl/6FPuey), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φέρει ευθύνη για τις επαγόμενες παράνομες συνέπειες.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι χρέος το οποίο συνάφθηκε με σαφή παράβαση των κειμένων διατάξεων είναι παράνομο, το χρέος προς το ΔΝΤ πρέπει να θεωρηθεί παράνομο διότι το ΔΝΤ ενήργησε με κακή πίστη (δηλαδή παράνομα) επειδή:

Αρκετά μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ είχαν προειδοποιήσει, τον Μάιο του 2010, ότι «η Ελλάδα ενδέχεται να καταλήξει σε χειρότερη κατάσταση μετά την εφαρμογή του συγκεκριμένου προγράμματος» και ότι η επιχειρούμενη δημοσιονομική περιστολή συνιστά «βάρος μαμούθ, που δεν μπορεί να αντέξει η οικονομία» (WSJ, 2013. IMF Document Experts: Disagreements Revealed, Wall Street Journal, http://goo.gl/gyHqdi).

Η Έκθεση του ΔΝΤ, τον Μάιο του 2010, αναγνώριζε ότι: «η προσαρμογή που θα ακολουθήσει θα είναι κοινωνικά επώδυνη», παρατήρηση η οποία επαναλήφθηκε το 2012 (IMF, 2010. Greece: Staff Report on Request for Stand-By Arrangement, IMF Country Report No. 10/110. http://goo.gl/ErBW0Q,· IMF, 2012. Greece: Request for Extended Arrangement Under the Extended Fund Facility, IMF Country Report No. 12/57 http://goo.gl/uasoV5). Το ΔΝΤ δεν έλαβε πρακτικά υπόψη τις ενστάσεις του ενός τρίτου των μελών του Συμβουλίου του, αναφορικά με την κατανομή οφελών και επιβαρύνσεων που επάγεται το πρώτο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας (European Parliament, 2014. Report on the enquiry on the role and operations of the Troika -ECB, Commission and IMF- with regard to the euro area programme countries - A7-0149/2014 http://goo.gl/knvBol). Αντίθετα, το πρόγραμμα παρουσιάστηκε δημόσια μέσω ενός δελτίου τύπου του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ ανακοινώνοντας τον Διακανονισμό Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας του ΔΝΤ (SBA) από τον διευθύνοντα συμβουλο του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, ως «δέσμευση του ΔΝΤ να ενεργήσει σύμφωνα με τις δυνατότητές του, για να βοηθήσει την Ελλάδα και τον λαό της» (IMF, 2010. Press Release: IMF Executive Board Approves €30 Billion Stand-By Arrangement for Greece. http://goo.gl/KMc2TV).

Υπήρξαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ, αφενός μεν της απόρρητης Ανάλυσης Βιωσιμότητας Χρέους του Φεβρουάριου του 2012, που ανέφερε ότι «η εσωτερική υποτίμηση που χρειάζεται προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας θα αυξήσει αναπόφευκτα την αναλογία δημόσιου χρέους- ΑΕΠ στο εγγύς μέλλον», συμπεραίνοντας ότι υφίστανται πιθανότητες «μιας πορείας με κατά πολύ υψηλότερο χρέος» που ίσως να έφθανε το 160% του ΑΕΠ το 2020 (Spiegel, P., 2012. More on leaked Greek debt report - Brussels blog. Financial Times http://blogs.ft.com/brusselsblog/2012/02/21/more-on-leaked-greek-debt-report/), και αφετέρου στη δημόσια εκδοχή της, στις 9 Μαρτίου 2012, στην οποία η εν λόγω εκτίμηση αντικαθίσταται από ένα βασικό σενάριο που υπολογίζει ποσοστό 116,5% για το 2020 (IMF, 2012. Greece: Request for Extended Arrangement Under the Extended Fund Facility, IMF Country Report No. 12/57 http://goo.gl/uasoV5).

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος που παραβιάζει τις θεσπισμένες νομικές διαδικασίες είναι παράνομο, το χρέος προς το ΔΝΤ πρέπει να θεωρηθεί παράνομο, διότι:

Το ΔΝΤ παραβίασε το ίδιο το Καταστατικό του. Όπως εκθέσαμε στο Πέμπτο Κεφάλαιο, οι ενέργειες του ΔΝΤ, όσον αφορά την Ελλάδα, παραβίασαν σαφώς και με πρόθεση, τους στόχους του Ταμείου. Σύμφωνα με το Καταστατικό του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οφείλει να «σέβεται τις εγχώριες κοινωνικές και πολιτικές επιλογές των κρατών μελών και, κατά την εφαρμογή των αρχών αυτών, το Ταμείο οφείλει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη την κατάσταση των μελών» (IMF, 2011. Articles of Agreement of the International Monetary Fund. Art. IV, Sec 3-b- http://goo.gl/EqPkYl).

Οι Κατευθυντήριες Γραμμές του ΔΝΤ, οι οποίες απαιτούν την εθνική αποδοχή του προγράμματος (Geithner, T. & Gianviti, F., 2002. Guidelines on Conditionality http://goo.gl/6FPuey), αγνοήθηκαν κατάφωρα υπέρ της συνεργασίας με μια μη αντιπροσωπευτική κυβέρνηση που πρακτικά ελεγχόταν από την Τρόικα σε συνθήκες δημοσιονομικής κατοχής.

Ο εντοπισμός του συστημικού κινδύνου εκ μέρους του ΔΝΤ είναι ανεπαρκής (Blanchard, O., Dell’Ariccia, G. & Mauro, P., 2010 Rethinking Macroeconomic Policy, IMF STAFF POSITION NOTE February 12, 2010 SPN/10/03 http://goo.gl/TdZ6f5), το οικονομικό του σχέδιο για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στηρίχθηκε σε εσφαλμένη βάση (IMF, 2013. Greece: Third Review Under the Extended Arrangement Under the Extended Fund Facility, IMF Country Report No. 13/153 https://goo.gl/qIFPdu) και, εάν πράγματι το Ταμείο δεν επεξεργάστηκε μια λεπτομερή εκτίμηση του συστημικού κινδύνου, πέραν των ενδείξεων πως υπήρχε μεγάλη έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών (Το ΔΝΤ πράγματι εκτίμησε τη μεγάλη έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών. IMF, 2010. Greece: Staff Report on Request for Stand-By Arrangement, IMF Country Report No. 10/110 http://goo.gl/ErBW0Q), τότε η απόφαση του Συμβουλίου παραβίασε το εσωτερικό δίκαιο του Ταμείου.

2. Είναι το χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αθέμιτο;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα χρέος είναι αθέμιτο, όταν οι όροι που συνοδεύουν τον δανεισμό συμπεριλαμβάνουν υπαγορεύσεις πολιτικής, οι οποίες παραβιάζουν την εθνική νομοθεσία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δάνεια του ΔΝΤ είναι αθέμιτα, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είναι και παράνομα, διότι οι όροι τους περιλαμβάνουν υπαγορεύσεις πολιτικής που υποχρεώνουν σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. παραπάνω).

Το χρέος είναι επίσης αθέμιτο, επειδή μετατράπηκε από ιδιωτικό (εμπορικό) σε δημόσιο χρέος υπό την πίεση των πιστωτών.

Η δήλωση προς το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, που εξετάστηκε στη σύσκεψη της 9ης Μαΐου 2010, ανέφερε ότι «Οι διακινδυνεύσεις του προγράμματος είναι τεράστιες (…) Στην τρέχουσα κατάστασή του, το πρόγραμμα διακινδυνεύει να αντικαταστήσει την ιδιωτική με θεσμική χρηματοδότηση.

Με άλλη, πιο απερίφραστη διατύπωση, ενδέχεται να εκληφθεί όχι ως διάσωση της Ελλάδας η οποία ωστόσο θα χρειαστεί να υποστεί βασανιστική προσαρμογή, αλλά ως διάσωση των ιδιωτών κατόχων χρέους της Ελλάδας, κυρίως των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» (WSJ, 2013. IMF Document Excerpts: Disagreements Revealed. Wall Street Journal http://goo.gl/gyHqdi).

Ο ενδεχόμενος κίνδυνος, το πρόγραμμα να υπονομεύσει την ικανότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τονίζεται κατ’ επανάληψη στις Εκθέσεις Αξιολόγησης του προγράμματος (IMF, 2012. Greece: Request for Extended Arrangement Under the Extended Fund Facility, IMF Country Report No. 12/57 http://goo.gl/uasoV5). Το ΔΝΤ καθυστέρησε υπερβολικά την αναδιάρθρωση του χρέους, η οποία εξαρχής είχε αναγνωριστεί ως αναπόφευκτη, ενώ αρκετοί εκτελεστικοί διευθυντές του είχαν προειδοποιήσει έντονα ότι θα έπρεπε να είχε τεθεί προς συζήτηση το 2010 (WSJ, 2013. IMF Document Excerpts: Disagreements Revealed. Wall Street Journal http://goo.gl/gyHqdi). Ο αποκλεισμός της αναδιάρθρωσης θεωρήθηκε πως είχε πολιτικό κίνητρο, δηλαδή να ικανοποιήσει το ΔΝΤ ισχυρά ευρωπαϊκά συμφέροντα και να προφυλάξει τον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτό επιβεβαιώνει η δήλωση του διοικητικού διευθυντή του ΔΝΤ στις 28 Απριλίου 2010: «η κατάσταση είναι σοβαρή, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά, πλέον, για όλη την ευρωζώνη. Το πραγματικό διακύβευμα είναι η σταθερότητα της ευρωζώνης» (IMF, 2010. Transcript of Statements to the Media by Angela Merkel and Strauss-Kahn in Berlin https://goo.gl/ZLG4Qv).16 Είναι πασίδηλο το γεγονός, ότι η παρέμβαση του ΔΝΤ αποσκοπούσε αποκλειστικά στην προάσπιση των συμφερόντων των ιδιωτών πιστωτών.

3. Είναι το χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επονείδιστο;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος είναι επονείδιστο, εάν ο δανειστής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το δάνειο περιλαμβάνει καταχρηστικούς για τον δανειζόμενο όρους συνέπεια των οποίων είναι η προσβολή θεμελιωδών συνταγματικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων, το χρέος προς το ΔΝΤ είναι επονείδιστο, διότι το ΔΝΤ γνώριζε ότι τα μέτρα ήταν αναποτελεσματικά και οδηγούσαν σε σοβαρές παραβιάσεις κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. Πράγματι:

Το ΔΝΤ γνώριζε ότι τα δάνεια που χορηγούσε και οι προϋποθέσεις δανεισμού περιείχαν καταχρηστικούς όρους, σε βάρος της δανειζόμενης χώρας, όπως εκθέσαμε παραπάνω.

Επίσης, όπως έχουν αποδείξει επαρκώς δεκαετίες διαρθρωτικής αναπροσαρμογής υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ήταν περισσότερο από προβλέψιμο ότι τα μέτρα που επέβαλε η Τρόικα στην Ελλάδα θα έπλητταν ουσιωδώς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ήταν συνεπώς παράλογο εκ μέρους των πιστωτών να επιβάλουν τέτοιους αυστηρούς όρους (αιρεσιμότητες) στην Ελλάδα. Επομένως, η οικονομική και κοινωνική κρίση μπορεί να θεωρηθεί άμεσο αποτέλεσμα μη εύλογων αυστηρών όρων.

Γ. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

1. Είναι το χρέος προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα νόμιμο;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος που παραβιάζει θεσπισμένες νομικές διαδικασίες είναι παράνομο, το χρέος προς την ΕΚΤ πρέπει να θεωρηθεί παράνομο, διότι:

Η ΕΚΤ υπερέβη την εντολή της, επιβάλλοντας, μέσω της συμμετοχής της στην Τρόικα, την εφαρμογή προγραμμάτων μακροοικονομικής προσαρμογής (λόγου χάρη, την απορύθμιση της αγοράς εργασίας).

Σύμφωνα με το Άρθρο 130 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ): «ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ούτε κανένα μέλος των οργάνων λήψης αποφάσεων των ιδρυμάτων αυτών, δεν ζητάει, ούτε δέχεται υποδείξεις από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς, από την κυβέρνηση κράτους μέλους ή από άλλο οργανισμό. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρούν την αρχή αυτή και να μην επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή των εθνικών κεντρικών τραπεζών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Η ΕΚΤ επέβαλε αυστηρούς όρους (αιρεσιμότητες) που συνδέουν το Πρόγραμμα Αγοράς Τίτλων (SMP) με τις πολιτικές των εν λόγω κρατών μελών και ιδίως με την αυστηρή εφαρμογή δημοσιονομικών μέτρων (βλ. Τρίτο Κεφάλαιο), η οποία είναι παράνομη, επειδή παραβιάζει την προβλεπόμενη ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΚΤ ανακοίνωσε το 2012 την ανάληψη ενός νέου προγράμματος, απευθείας αγοράς ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά (OMT), προσθέτοντας ότι για την αγορά ομολόγων μιας χώρας μέλους «απαραίτητη προϋπόθεση του προγράμματος OMT αποτελεί η αυστηρή και αποτελεσματική [τήρηση από την εν λόγω χώρα] των αυστηρών όρων (αιρεσιμοτήτων) που περιλαμβάνονται στο αλληλένδετο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας / Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας».

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος το οποίο ενέχει σαφή παράβαση εκ μέρους του δανειστή, αλλά και ο δανεισμός υπό όρους αντίθετους στο νόμο ή τη δημόσια τάξη πρέπει να θεωρούνται παράνομα, το χρέος προς την ΕΚΤ είναι παράνομο, διότι:

Τα μέτρα που ορίζονται στα Μνημόνια Συνεννόησης και τα οποία αποτελούν εν τοις πράγμασι όρους που συνοδεύουν το Πρόγραμμα SMP, παραβιάζουν δικαιώματα που προστατεύονται από το Σύνταγμα της Ελλάδας όπως και από διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ΕΚΤ, ως μέλος της Τρόικας, είναι συνυπεύθυνη για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


Η ΕΚΤ ενήργησε με κακή πίστη (δηλαδή παράνομα) στο πλαίσιο του προγράμματος SMP επειδή αγόρασε ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά, αλλά απαίτησε την πλήρη επιστροφή και του κεφαλαίου (ονομαστική αξία) και των σωρευμένων τόκων.


Η ΕΚΤ αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα το κέρδος της επί του κεφαλαίου και των τόκων, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα συμφωνούσε να εφαρμόσει τις «μεταρρυθμίσεις» που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος. Η απόφαση παρακράτησης των σωρευμένων τόκων στα ελληνικά ομόλογα, και επομένως η άρνηση να

δοθούν στον νόμιμο δικαιούχο τους (δηλαδή στην Ελλάδα) συνιστά σαφή περίπτωση καταναγκασμού με τον οποίο μια κυβέρνηση υποχρεώνεται να δεχθεί όρους που επιβάλλουν οι πιστωτές της.

Η ΕΚΤ άσκησε παράνομη πίεση στην ελληνική κυβέρνηση. Στις 4 Φεβρουαρίου 2015, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι, από τις 11 Φεβρουαρίου, θα έπαυε να δέχεται ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο, δηλώνοντας ότι «δεν διαφαίνεται επί του παρόντος μια επιτυχημένη ολοκλήρωση της αποτίμησης του προγράμματος». Πιέζοντας την ελληνική κυβέρνηση, η οποία βρισκόταν τότε εν μέσω διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές της, η ΕΚΤ παραβίασε το Άρθρο 130 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) (Σύμφωνα με το Άρθρο 130 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ): «(...) ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ούτε κανένα μέλος των οργάνων λήψης αποφάσεων των ιδρυμάτων αυτών, δεν ζητάει, ούτε δέχεται υποδείξεις από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, (...) από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή από άλλο οργανισμό. (…) Τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί ή υπηρεσίες της Ένωσης, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρούν την αρχή αυτή και να μην επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή των εθνικών κεντρικών τραπεζών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους»). Συνεπώς, η ΕΚΤ επιδείνωσε την κρίση και ενίσχυσε τη χρηματοοικονομική αστάθεια του ευρώ και της ευρωζώνης, παραβιάζοντας κατάφωρα την εντολή της.

2. Είναι το χρέος προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεμιτό;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα χρέος είναι αθέμιτο εάν οι συνοδευτικοί όροι του υπήρξαν κατάφωρα άδικοι, παράλογοι, καταχρηστικοί ή άλλως ανάρμοστοι, ή με ετεροβαρείς για τον δανειζόμενο όρους, ή επειδή οι προϋποθέσεις που συνοδεύουν το δάνειο, την ασφάλεια ή την εγγύηση περιλαμβάνουν υπαγορεύσεις πολιτικής κατά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το χρέος προς την ΕΚΤ είναι αθέμιτο για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είναι και παράνομο (βλ. παραπάνω: το χρέος προς την ΕΚΤ περιλαμβάνει σαφείς παραβάσεις εκ μέρους της ΕΚΤ, ενώ οι όροι των Μνημονίων Συνεννόησης αντιτίθενται στο νόμο και τη δημόσια τάξη).

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα χρέος είναι αθέμιτο εάν το δάνειο, το χρεόγραφο ή η εγγύηση δεν χρησιμοποιήθηκε προς όφελος του πληθυσμού, το χρέος προς την ΕΚΤ είναι αθέμιτο, διότι η κύρια αιτία του προγράμματος SMP ήταν να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα, επιτρέποντας στις μεγάλες ευρωπαϊκές ιδιωτικές τράπεζες να διαθέσουν τα ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους.

3. Είναι το χρέος προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επονείδιστο;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος είναι επονείδιστο, εάν ο δανειστής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το συνοδεύουν καταχρηστικοί για τον δανειζόμενο όροι, με συνέπεια να πλήττονται θεμελιώδη ατομικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, το χρέος προς την ΕΚΤ είναι επονείδιστο, εξαιτίας της απόφασης της ΕΚΤ να συνδέσει την επαναγορά των ελληνικών ομολόγων με το πρόγραμμα SMP, απαιτώντας έτσι από την Ελλάδα εφαρμογή των Μνημονίων. Η ΕΚΤ (η οποία ως θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέτυχε να εκπληρώσει τις πλέον στοιχειώδεις προϋποθέσεις για να αποτρέψει την υπονόμευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις πολιτικές που προωθεί) γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι όροι που περιλαμβάνουν τα Μνημόνια είναι παράνομοι και εμφανώς αντίθετοι στα συμφέροντα του ελληνικού λαού και του ελληνικού κράτους, κυρίως εξαιτίας των καταχρηστικών όρων που περιέχουν οι συμβάσεις μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών. Συνέπεια αυτών των όρων ήταν η παραβίαση των θεμελιωδών ατομικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού, αλλά και ο περιορισμός ή ακόμη και η κατάλυση της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους.

Δ. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ

1. Είναι το χρέος προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας νόμιμο;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος που δεν συνήφθη με τις αρμόζουσες νομικές διαδικασίες είναι παράνομο, παρέπεται ότι το χρέος προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πρέπει να θεωρηθεί παράνομο, διότι:

παραβιάστηκε το Άρθρο 122(2) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η νομική αιτιολόγηση της Επιτροπής και του Συμβουλίου για το δάνειο της ΕΕ προς την Ελλάδα στηρίχθηκε κατά βάση στο Άρθρο 122(2), το οποίο επιτρέπει τη χρηματοδότηση ενός κράτους-μέλους από τα άλλα, όταν αυτό «αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που διαφεύγουν του ελέγχου του». Ωστόσο, δεν ήταν αυτή η περίπτωση της Ελλάδας, διότι η κατάστασή της ήταν τότε συγκρίσιμη με άλλων κρατών της ΕΕ και επιδεινώθηκε, μόνον αφότου άρχισαν να εφαρμόζονται οι αυστηροί όροι (αιρεσιμότητες) που περιλαμβάνονταν στα σχετικά Μνημόνια. Μάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν παραποιημένα στατιστικά στοιχεία προκειμένου να αυξηθεί δραματικά το δημοσιονομικό έλλειμμα (βλ. Δεύτερο Κεφάλαιο) και να δικαιολογηθούν τα προγράμματα διάσωσης (Μνημόνια Συνεννόησης).

Λαμβάνοντας υπόψη ότι χρέος το οποίο συνήφθη με σαφώς ανάρμοστη συμπεριφορά (misconduct) εκ μέρους του δανειστή ή το οποίο περιλαμβάνει όρους που αντίκεινται στο Δίκαιο ή στη δημόσια τάξη, πρέπει να θεωρείται παράνομο, το χρέος προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είναι παράνομο, διότι:

τα μέτρα που περιλαμβάνονται στα Μνημόνια Συνεννόησης, τα οποία με τη σειρά τους συνίστανται σε όρους που επιβάλλει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, παραβιάζουν αρκετά κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες που προστατεύονται από το Σύνταγμα της Ελλάδας, καθώς και ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η Συμφωνία-Πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του 2010, καθώς και η Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης του 2012, περιλαμβάνουν αρκετούς καταχρηστικούς όρους (που αποκαλύπτουν σαφή ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους του δανειστή). Για παράδειγμα, ορίζεται ότι η συμφωνία θα πρέπει να εφαρμοστεί, ακόμη και αν κριθεί παράνομη. Εάν εφαρμόζονταν οι σχετικές ρήτρες, τότε θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι τα κράτη που συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Ταμείο

Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας εμπλέκονται σε παράνομες δραστηριότητες.

2. Είναι το χρέος προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θεμιτό;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα χρέος είναι αθέμιτο, εάν οι όροι και οι προϋποθέσεις που συνοδεύουν το δάνειο, την εξασφάλιση ή την εγγύηση (από τα οποία προέρχεται) παραβίασαν το νόμο (εσωτερικό ή διεθνή) ή τη δημόσια τάξη, ή εάν οι εν λόγω όροι ή προϋποθέσεις ήταν κατάφωρα άδικοι, παράλογοι, καταχρηστικοί ή άλλως ανάρμοστοι ή με υπερβολικούς για τον δανειζόμενο όρους, ή επειδή οι αυστηροί όροι (αιρεσιμότητες) που συνόδευαν το δάνειο, την ασφάλεια ή την εγγύηση περιλάμβαναν υπαγορεύσεις πολιτικής, κατά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας ή ενάντια στα ανθρώπινα δικαιώματα, παρέπεται ότι το χρέος προς το ΕΤΧΣ είναι αθέμιτο, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είναι και παράνομο (βλ. παραπάνω: η Συμφωνία-Πλαίσιο για το ΕΤΧΣ του 2010, όσο και η Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης του 2012 περιλαμβάνουν αρκετούς καταχρηστικούς όρους, ενώ τα Μνημόνια Συνεννόησης παραβιάζουν το Σύνταγμα της Ελλάδας, καθώς και αρκετά διεθνή σύμφωνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα). Μάλιστα, τα χρήματα της διάσωσης από το ΕΤΧΣ διοχετεύθηκαν προς έναν δεσμευμένο λογαριασμό (escrow account) ο οποίος ελέγχεται από έναν εξωτερικό «επίτροπο» της Τρόικας (European Commission, 2012. MoU between the European Commission and the Hellenic Republic [Μνημόνιο 2012]. κεφάλαιο 2.5.5.1. http://goo.gl/hbpYtW).

Η πλειονότητα των κεφαλαίων του δεύτερου «πακέτου διάσωσης» δεν πέρασαν ποτέ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δεν σεβάστηκε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελληνικής Δημοκρατίας στη διαχείριση των χρημάτων της.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα χρέος είναι αθέμιτο, εάν το δάνειο, η εξασφάλιση ή η εγγύηση στα οποία στηρίχθηκε δεν προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν ή δεν χρησιμοποιήθηκαν πράγματι προς όφελος του λαού, τα χρέη προς το ΕΤΧΣ είναι αθέμιτα, διότι:

Όπως αναδείχθηκε στο Τέταρτο Κεφάλαιο, ο στόχος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με τη Σύμβαση του 2012 ήταν ρητά η «ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» (EFSF, 2012. MASTER FINANCIAL ASSISTANCE FACIITY AGREEMENT – MFAFA -as amended by the Amendment Agreement dated 12 December 2012- Preamble (1) http://goo.gl/c6sg2h). Το Πρόγραμμα Συμμετοχής του Ιδιωτικού Τομέα (PSI) ανακυκλώνει κάποιες απροσδιόριστες «λοιπές» υποχρεώσεις σε νέο χρέος προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, χωρίς κανένα όφελος για την Ελλάδα. Το ΕΤΧΣ επιβάλλει στην Ελλάδα καταχρηστικά έξοδα, ακόμη και αν δεν πραγματοποιηθεί η εκταμίευση δανείου.

Η θέση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, από άποψη χρηματοοικονομικής ρύθμισης, ωφελεί τις τράπεζες. Τα διεθνή ρυθμιστικά πλαίσια Βασιλεία ΙΙ και ΙΙΙ, καθώς και τα ευρωπαϊκά ρυθμιστικά πλαίσια, κατατάσσουν τα στοιχεία ενεργητικού του ΕΤΧΣ ως σταθμισμένα στοιχεία μηδενικού κινδύνου (0%), ποσοστό το οποίο δεν αντιστοιχεί επ’ ουδενί στην πιστοληπτική του ικανότητα. Οι τράπεζες επωφελούνται από τις δημόσιες εγγυήσεις και τους ευνοϊκούς κανονισμούς για να αυξάνουν τα κέρδη τους, ενώ διατηρούν αμετάβλητους τους κεφαλαιακούς δείκτες (Επειδή τα στοιχεία ενεργητικού του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας χαρακτηρίζονται μηδενικής διακινδύνευσης από τις ρυθμιστικές αρχές, οι τράπεζες μπορούν να αγοράζουν όσα στοιχεία ενεργητικού του ΕΤΧΣ θέλουν χωρίς κανένα ρυθμιστικό περιορισμό, διότι σύμφωνα με τα πλαίσια των Διατραπεζικών Κανονισμών της Βασιλείας δεν επηρεάζουν τους δείκτες κεφαλαιοποίησής τους. Συνεπώς, μπορούν να ασκούν μόχλευση και να αναλαμβάνουν διακινδυνεύσεις χωρίς ρυθμιστικούς περιορισμούς. Η κατάταξη στην κατηγορία μηδενικού κινδύνου, ωστόσο δεν αντιστοιχεί στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας).

3. Είναι το χρέος προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας επονείδιστο;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος είναι επονείδιστο, εάν ο δανειστής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι αυτό προέκυψε κατά παράβαση δημοκρατικών αρχών (συμπεριλαμβανομένης της συναίνεσης, της συμμετοχής, της διαφάνειας και της λογοδοσίας) και χρησιμοποιήθηκε ενάντια στο συμφέρον του πληθυσμού του δανειζόμενου κράτους ή είναι κατά άλλους τρόπους καταχρηστικό, με συνέπεια να πλήττει θεμελιώδη ατομικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, το χρέος προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είναι επονείδιστο, επειδή:

Το ΕΤΧΣ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι αυστηροί όροι (αιρεσιμότητες) που ενσωματώθηκαν στα Μνημόνια παραβίαζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως σημειώθηκε στο Έβδομο Κεφάλαιο, κάθε ένα από τα δανείζοντα κράτη-μέλη της ευρωζώνης πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι μη κρατικοί φορείς (όπως το ΕΤΧΣ), τη στάση των οποίων το κράτος είναι σε θέση να επηρεάζει, απαγορεύεται να πλήττουν την άσκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας γνώριζε ότι οι καταχρηστικοί όροι στις συμφωνίες ήταν ενάντια στο συμφέρον του ελληνικού λαού και του ελληνικού κράτους. Συνέπεια αυτών των όρων ήταν να πληγούν τα θεμελιώδη ατομικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα του ελληνικού λαού, αλλά και η κυριαρχία του ελληνικού κράτους.

Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΤΧΣ πάσχει από σοβαρό έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Μολονότι διαχειρίζεται δημόσια κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συστήθηκε ως ιδιωτική εταιρεία εκτός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ, με τη μορφή Φορέα Ειδικού Σκοπού, παρόμοια με κείνη των αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds), με έδρα το Λουξεμβούργο, έναν από τους μεγαλύτερους φορολογικούς παραδείσους διεθνώς. Συνεπώς, δεν αποτελεί θεσμό ερειδόμενο σε δημοκρατικές αρχές, και ιδίως στη διαφάνεια, τη λογοδοσία, τη νομιμοποίηση, την αντιπροσωπευτικότητα και την προσήλωση στην προστασία των
θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Δ. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΜΕΡΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ

1. Είναι τα διμερή δάνεια νόμιμα;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι χρέος το οποίο παραβιάζει τις προσήκουσες νομικές διαδικασίες, που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλόμενων μερών, είναι παράνομο, τα διμερή δάνεια πρέπει να θεωρηθούν παράνομα, διότι:

Όπως έχει αποδειχθεί παραπάνω, κατά τη σύναψή τους δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα της Ελλάδας.

Η Επιτροπή (η οποία αποτελείται από κράτη) προβλεπόταν να επαληθεύει, πριν από κάθε εκταμίευση, τη συμμόρφωση της Ελλάδας στα Μνημόνια. Η Επιτροπή είχε επίσης αρμοδιότητες, όπως συντονισμό και διαχείριση, διαπραγμάτευση, άνοιγμα του λογαριασμού στην ΕΚΤ για τη διεκπεραίωση όλων των πληρωμών. Ωστόσο, ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε κανένα άλλο κράτος δεν κατάρτισε Εκτίμηση Επιπτώσεων ούτε εφάρμοσε κάποιον άλλο μηχανισμό που θα μπορούσε να εκτιμήσει τις επιπτώσεις που είχαν οι αυστηροί όροι (αιρεσιμότητες) του δανεισμού στην άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων της χώρας.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το δάνειο που περιλαμβάνει σαφώς ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους του δανειστή, ή όρους αντίθετους στη νομοθεσία ή τη δημόσια τάξη, είναι παράνομο, τα διμερή δάνεια πρέπει να θεωρηθούν παράνομα, δεδομένου ότι παραβιάστηκαν τόσο το Δίκαιο της ΕΕ όσο και το Διεθνές Δίκαιο, προκειμένου τα ανθρώπινα δικαιώματα να τεθούν στο περιθώριο κατά τον σχεδιασμό των μακροοικονομικών προγραμμάτων:

Οι όροι που περιλαμβάνονται στα εν λόγω δάνεια παραβίασαν υποχρεώσεις προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων, τις οποίες προβλέπει το Σύνταγμα της Ελλάδας, αλλά και πολλές ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, από τις οποίες αφενός δεσμεύονται τα κράτη δανειστές και αφετέρου προκύπτουν διεθνείς υποχρεώσεις.

Όπως επισημαίνεται στο Έβδομο Κεφάλαιο, οι ευρωπαίοι δανειστές (κράτη και θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης) έχουν παραβιάσει επίσης αρκετές διατάξεις της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ, Άρθρα 2 και 3) και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ, Άρθρο 9).

Η Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης περιλαμβάνει καταχρηστικούς όρους (που αποκαλύπτουν σαφώς ανάρμοστη συμπεριφορά του δανειστή), όπως ότι οι διατάξεις της σύμβασης πρέπει να εφαρμόζονται ακόμη και αν κριθούν παράνομες, καθώς και ότι η Ελλάδα, δια της σύμβασης, παραιτείται αμετάκλητα και άνευ όρων από κάθε ασυλία.

2. Είναι τα διμερή δάνεια θεμιτά;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα χρέος είναι αθέμιτο, εάν οι προϋποθέσεις που συνοδεύουν τον δανεισμό περιλαμβάνουν υπαγορεύσεις πολιτικής που παραβιάζουν την εθνική νομοθεσία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα διμερή δάνεια είναι αθέμιτα για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είναι παράνομα, διότι οι όροι τους περιλαμβάνουν υπαγορεύσεις πολιτικής κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα (βλ. παραπάνω).

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα χρέος που απορρέει από δανειακή σύμβαση είναι αθέμιτο, εάν το δάνειο δεν χρησιμοποιήθηκε προς όφελος του πληθυσμού, τα διμερή δάνεια προς την Ελλάδα είναι αθέμιτα διότι:

Δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του πληθυσμού της Ελλάδας, αλλά έδωσαν απλώς τη δυνατότητα στους ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας να διασωθούν εκείνοι.

Τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλά – σε σύγκριση με τα επιτόκια που οι χώρες των δανειστών κατέβαλλαν στην αγορά – τόσο ώστε αργότερα μειώθηκαν.

3. Είναι τα διμερή δάνεια επονείδιστα;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα χρέος είναι επονείδιστο, εάν ο δανειστής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι αυτό προέκυψε κατά παράβαση των δημοκρατικών αρχών (συμπεριλαμβανομένης της συναίνεσης, της συμμετοχής, της διαφάνειας και της λογοδοσίας) και χρησιμοποιήθηκε ενάντια στο συμφέρον του πληθυσμού του δανειζόμενου κράτους ή, αλλιώς, συνοδεύεται από καταχρηστικούς για το δανειζόμενο κράτος όρους οι οποίοι πλήττουν θεμελιώδη ατομικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, το χρέος που απορρέει από τον διμερή δανεισμό είναι επονείδιστο, διότι:

Τα κράτη δανειστές δεν μπορούν να επικαλεστούν ότι δεν γνώριζαν τις εν λόγω πιθανές παραβάσεις. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ούτε το 2010 ούτε το 2012 έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια εκτίμησης των επιπτώσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα που είχαν η μακροοικονομική προσαρμογή και η δημοσιονομική εξυγίανση ως αποτελέσματα των όρων των διμερών δανείων. Στην περίπτωση του Μνημονίου του 2012, οι επιζήμιες επιπτώσεις ήταν ήδη ευρέως γνωστές.

Γνώριζαν, επίσης, ότι οι όροι που περιλάμβαναν τα δάνεια επιβλήθηκαν σαφώς στην Ελλάδα και ότι από αυτή την άποψη δεν τηρήθηκαν οι αρχές της συμμετοχής, της διαφάνειας και της λογοδοσίας.

Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά κράτη (τα οποία είναι επίσης μέλη του ΔΝΤ) γνώριζαν, από το 2010, ότι τα δάνεια θα εξυπηρετούσαν απλώς ορισμένα ιδιωτικά συμφέροντα και ότι τα μέτρα λιτότητας θα οδηγούσαν σε σοβαρές παραβιάσεις των κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. (Βλ. σχετικά την παραπάνω ενότητα, «Εκτίμηση του χρέους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο»).

Ε. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΠΡΟΣ ΙΔΙΩΤΕΣ ΠΙΣΤΩΤΕΣ

Οι ιδιώτες πιστωτές ανήκουν σε τρεις βασικές κατηγορίες: τράπεζες, αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) και μικροεπενδυτές. Με τον λογιστικό έλεγχο του δημόσιου χρέους θα πρέπει να βρεθεί δυνατότητα αποζημίωσης των μικροεπενδυτών με διαφορετικές διαδικασίες σε σχέση με τους άλλους ιδιώτες πιστωτές.

Με μειωμένη πληροφόρηση σε σχέση με τις τράπεζες και τα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου, οι μικρότεροι επενδυτές είναι τα αβοήθητα θύματα των ενεργειών των τραπεζών. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση ενθάρρυνε τους πολίτες να αγοράζουν ομόλογα Δημοσίου, τα οποία παρουσιάζονταν ως ασφαλής και επικερδής επένδυση, σε μια εποχή που η ίδια κυβέρνηση πλήρωνε με κρατικά ομόλογα τους εργαζόμενους που έβγαιναν σε διαθεσιμότητα (EFSF, 2015. European Financial Stability Facility (EFSF) http://goo.gl/6487cS).

Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένοι ιδιώτες πιστωτές των οποίων τα δάνεια δεν είχαν συναφθεί υπό το ελληνικό δίκαιο, μπορούσαν να αρνηθούν τις συμφωνίες ανταλλαγής ή να επιλέξουν τη στάση «hold out», γεγονός που αποδεικνύει ότι οι πιστωτές δεν αντιμετωπίστηκαν, όντως, ισότιμα.

1. Είναι το χρέος προς τους ιδιώτες πιστωτές νόμιμο;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος που περιλαμβάνει σαφείς παραβάσεις εκ μέρους του δανειστή πρέπει να θεωρείται παράνομο, τμήμα του χρέους προς τους ιδιώτες πιστωτές είναι εξίσου παράνομο, διότι:

Οι ιδιωτικές τράπεζες συμπεριφέρονταν ανεύθυνα πριν από τη σύσταση της Τρόικας. Για παράδειγμα, στην έκθεση που υπέβαλαν μετά από έρευνά τους για τον ρόλο της Τρόικας στις χώρες της ευρωζώνης που συμμετέχουν στα προγράμματα διάσωσης (European Parliament, 2014. Report on the enquiry on the role and operations of the Troika -ECB, Commission and IMF- with regard to the euro area programme countries - A7-0149/2014 http://goo.gl/knvBol), οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Othmar Karas και Liem Hoang Ngoc τόνισαν τη διπλή ευθύνη των τραπεζών και των κρατών. Η έκθεσή τους αναφέρει ότι «δυστυχώς τα βάρη δεν επιμερίστηκαν σε όλους όσοι ενήργησαν ανεύθυνα, ενώ η προστασία των ομολογιούχων αντιμετωπίστηκε ως ανάγκη της ΕΕ προς το συμφέρον της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» (European Parliament, 2014. Report on the enquiry on the role and operations of the Troika -ECB, Commission and IMF- with regard to the euro area programme countries - A7-0149/2014 http://goo.gl/knvBol). Οι ιδιωτικές τράπεζες, παρά το γεγονός ότι δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις προσήκουσες επιμέλειας, ωστόσο αποκόμισαν σημαντικά κέρδη από το ελληνικό Δημόσιο. Στην έκθεση του 2013, η Τράπεζα της Ελλάδος εντόπισε αρκετά στοιχεία που εξηγούν τις μεταβολές στην αναλογία δημόσιου χρέους/ΑΕΠ και υπολόγισε πόσο συνεισέφερε σ’ αυτές κάθε στοιχείο. Για τα έτη 2009, 2010, 2011 και 2012, το ποσοστό που μπορεί να αποδοθεί στο πολλαπλασιαστικό φαινόμενο (‘snowball effect’) ήταν αντίστοιχα 6,2%, 11,2%, 16,9% και 18% (Τράπεζα της Ελλάδος, 2014. Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2013. http://goo.gl/tVICPO).

Ορισμένοι ιδιώτες πιστωτές, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια αντισταθμιστικού κινδύνου, ενήργησαν με κακή πίστη. Κακή πίστη μπορεί να υπάρχει, όταν ιδιώτες επενδυτές, ιδίως αμοιβαία κεφάλαια αντισταθμιστικού κινδύνου, κερδοσκοπούν πάνω στο δημόσιο χρέος, χρησιμοποιώντας χρηματοοικονομικά εργαλεία, όπως συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (Credit Default Swaps, CDS).

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος που έχει συναφθεί κατά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας είναι παράνομο, πρέπει επίσης να θεωρηθούν παράνομα ορισμένα εγχώρια χρέη προς ιδιώτες πιστωτές. Για παράδειγμα, ο δήμος Ζωγράφου έλαβε δάνειο ύψους 25 εκατομμυρίων ευρώ από την Αυστριακή τράπεζα KommunalKredit, θυγατρική της Dexia, για ένα έργο το οποίο δεν εγκρίθηκε από τους αρμόδιους κρατικούς ελεγκτές, όπως απαιτεί ο νόμος (Chakrabortty, A., 2011. Greece in crisis: House of the rising repayments. The Guardian http://goo.gl/otV2lk).

2. Είναι το χρέος προς τους ιδιώτες πιστωτές θεμιτό;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος είναι αθέμιτο, εάν οι όροι και οι προϋποθέσεις που συνοδεύουν το δάνειο, το χρεόγραφο ή την εγγύηση παραβίασαν το νόμο ή εάν οι εν λόγω όροι ή προϋποθέσεις ήταν κατάφωρα άδικοι, μη εύλογοι, καταχρηστικοί, ή για άλλους λόγους απαράδεκτοι (όπως εάν έφεραν υπερβολικά υψηλά επιτόκια), ορισμένα τμήματα του χρέους προς ιδιωτικές τράπεζες και αμοιβαία κεφάλαια αντισταθμιστικού κινδύνου είναι αθέμιτα για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είναι και παράνομα (βλ. παραπάνω).

Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν γενναιόδωρα από τους φορολογούμενους, με το δεύτερο πρόγραμμα που υιοθετήθηκε από το Eurogroup στις 21 Φεβρουαρίου 2012, με το οποίο εγκρίθηκαν 48 δισεκατομμύρια ευρώ για ανακεφαλαιοποίηση. Αυτού του είδους η αρωγή η οποία ωφελεί κυρίως μετόχους τραπεζών, μπορεί, δικαίως, να θεωρηθεί αθέμιτη.

3. Είναι το χρέος προς τους ιδιώτες πιστωτές επονείδιστο;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα χρέος είναι επονείδιστο, εάν ο δανειστής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι αυτό προέκυψε κατά παράβαση των δημοκρατικών αρχών και χρησιμοποιήθηκε ενάντια στο συμφέρον του πληθυσμού του δανειζόμενου κράτους, το χρέος προς τις ιδιωτικές τράπεζες και τα αμοιβαία κεφάλαια αντισταθμιστικού κινδύνου είναι επονείδιστο.

Πράγματι, ο ιδιωτικός τομέας αποσυνδέθηκε από ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού χρέους εξαιτίας των πιέσεων που άσκησε η Τρόικα, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρό έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Δεδομένου ότι οι μεγάλοι ιδιώτες πιστωτές (τράπεζες, αμοιβαία κεφάλαια αντισταθμιστικού κινδύνου) γνώριζαν ότι το εν λόγω χρέος δεν προέκυψε προς όφελος του πληθυσμού, αλλά μάλλον προς δικό τους όφελος, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι μεγάλο τμήμα αυτού του χρέους έχει επονείδιστο χαρακτήρα.

9ο Κεφάλαιο - Νομικές βάσεις για την αποκήρυξη και την αναστολή αποπληρωμής του ελληνικού δημοσίου χρέους

Σύνοψη

Διάφοροι νομικοί μηχανισμοί παρέχουν στα Κράτη το δικαίωμα μονομερούς αποκήρυξης ή αναστολής της αποπληρωμής χρεών που είναι αθέμιτα, επονείδιστα, παράνομα ή μη βιώσιμα. Μια πρώτη σειρά τέτοιων μηχανισμών αφορά την αποκήρυξη αθέμιτων, επονείδιστων και παρανόμων χρεών στη βάση υποκειμενικών στοιχείων που λαμβάνουν υπόψη τη συμπεριφορά των πιστωτών. Η μονομερής αποκήρυξη του χρέους βρίσκει νομικό έρεισμα σε υπερισχύοντες συλλογισμούς δικαιοσύνης και ισονομίας, αλλά εδράζεται επίσης στην εθνική κυριαρχία και την αυτοδιάθεση των λαών.

Τέτοιο δικαίωμα μονομερούς αποκήρυξης θεμελιώνεται στην περίπτωση κατά την οποία απουσιάζει η καλή πίστη του Άρθρου 26 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, που προβλέπει ότι οι διεθνείς συνθήκες είναι δεσμευτικές και πρέπει να εφαρμόζονται με βάση την καλή πίστη. Η κακή πίστη, στην προκειμένη περίπτωση, συνίσταται στη σαφή προσπάθεια να καταστεί η Ελλάδα οικονομικά υποταγμένη, καθώς και στην επιβολή μέτρων που παραβιάζουν τόσο θεμελιώδη κοινωνικο-οικονομικά αλλά και ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ελληνικού λαού όσο και την εθνική νομοθεσία.

Περαιτέρω, τόσο η συνεχής πίεση προς την Ελλάδα για να παρακάμψει το Σύνταγμά της και να παραβιάσει τις υποχρεώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και η ανάμειξη των πιστωτών στις πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις της χώρας, συνιστούν μια μορφή καταναγκασμού. Αυτός ο καταναγκασμός αποτελεί από μόνος του λόγο ακυρότητας κατά το Άρθρο 52 της Σύμβασης της Βιέννης γ ια το Δίκαιο των Συνθηκών. Η αναφορά του Άρθρου 52 στη «βία» (ως προϋπόθεση του καταναγκασμού) μπορεί να ερμηνευθεί ως εμπεριέχουσα και τις μορφές οικονομικού καταναγκασμού. Θα πρέπει, συνεπώς, να σημειωθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δηλώσεις που έγιναν από τους πιστωτές, ακόμα και υποθετικές οι οποίες ήταν γνωστό ότι θα συνέτειναν ή εν γνώσει τους θα είχαν ως αποτέλεσμα τη βλάβη της ελληνικής οικονομίας και της βιοποριστικής ικανότητας του ελληνικού λαού, συνιστούν ένα είδος μονομερών μέτρων καταναγκασμού. Τέτοια μέτρα απαγορεύονται από το Διεθνές Δίκαιο και παραβιάζουν τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Είναι ευρέως αποδεκτό ότι, όταν μια χώρα γίνεται στόχος δράσεων που είναι γνωστό ότι βλάπτουν την οικονομία της (και κυρίως προς όφελος των δανειστών της) και τη βιοποριστική ικανότητα του λαού της, η χώρα αυτή μπορεί να καταφύγει σε νόμιμα αντίμετρα. Πράγματι, σύμφωνα με το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τα Άρθρα 49επ. των Ρυθμίσεων περί Κρατικής Ευθύνης της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, ένα κράτος που έχει θιγεί μπορεί να παραβεί μιαν άλλως διεθνή υποχρέωσή του προς έτερο (υπεύθυνο) κράτος, αν το κράτος εκείνο έχει διαπράξει μια διεθνώς παράνομη πράξη. Η παράβαση εκ μέρους του ζημιωθέντος κράτους έχει σκοπό να εξαναγκάσει το υπεύθυνο κράτος να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός δεν έχει αποκομίσει κανένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα ή άλλο όφελος από το προστιθέμενο χρέος και, συνεπώς, η Ελλάδα δεν έχει καμία υποχρέωση να αποπληρώσει το τμήμα εκείνο του αρχικού κεφαλαίου (που κρίνεται επονείδιστο, παράνομο ή αθέμιτο), ως μορφή αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Μια δεύτερη κατηγορία μηχανισμών αφορά το μη βιώσιμο χρέος. Σε αντίθεση με τους μηχανισμούς εκείνους που εκτέθηκαν παραπάνω, εδώ πρόκειται για μηχανισμούς που βρίσκουν αντικειμενική εφαρμογή, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των πιστωτών. Σε τέτοια περίπτωση, το χρέος δεν μπορεί να αποκηρυχθεί, αλλά μόνο να ανασταλεί η αποπληρωμή του. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα μπορεί νόμιμα να επικαλεσθεί δυο δικαιολογητικές βάσεις οι οποίες καθιστούν άκυρες τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από το χρέος.

Η πρώτη αφορά την κατάσταση ανάγκης. Σύμφωνα με το Άρθρο 25 των Ρυθμίσεων περί Κρατικής Ευθύνης της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, ο όρος «ανάγκη» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο μόνος τρόπος που ένα κράτος μπορεί να εξασφαλίσει ένα ζωτικό του συμφέρον που επαπειλείται από σοβαρό και επικείμενο κίνδυνο είναι, για όσο διαρκεί η απειλή ή ο κίνδυνος, να μην εκτελέσει κάποια άλλη δική του διεθνή υποχρέωση ελάσσονος βαρύτητας ή λιγότερο επείγουσα. Στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στην Ελλάδα, πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επίκληση της ανάγκης.

Ο δεύτερος λόγος αφορά το δικαίωμα σε μονομερή αδυναμία πληρωμής (insolvency). Μολονότι οι πιστωτές είναι γενικά αντίθετοι σε αυτό το ενδεχόμενο, καθώς αποκλείει την αποπληρωμή τους, η μονομερής κήρυξη αδυναμίας πληρωμής (insolvency) αποτελεί μια πραγματικότητα στις διεθνείς σχέσεις και αναγνωρίζεται, τόσο από τη θεωρία όσο και από την πρακτική. Εάν λοιπόν ένα κράτος μπορεί να απολαμβάνει του δικαιώματος μονομερούς κήρυξης αδυναμίας πληρωμής, είναι σαφές ότι η μονομερής κήρυξη αδυναμίας πληρωμής συνιστά λόγο που αποκλείει τον παράνομο χαρακτήρα της μη αποπληρωμής σχετικά με τις διεθνείς υποχρεώσεις του δανειζόμενου, και, συγκεκριμένα, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον δανεισμό.

ΤΜΗΜΑ Ι: ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΠΟΚΗΡΥΞΗ ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΟΥ, ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΕΜΙΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

Η ύπαρξη επονείδιστου, παράνομου ή αθέμιτου χρέους μπορεί να δικαιολογεί τη μονομερή αποκήρυξή του από το κράτος οφειλέτη, αν αυτή η αποκήρυξη δεν είναι αυθαίρετη, δεν κάνει διακρίσεις και δεν ευνοεί τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του. Η απουσία εκτεταμένης νομολογίας ή σημαντικού όγκου μονομερών αποκηρύξεων οφείλεται στο γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κράτη οφειλέτες (και οι δανειστές τους) κρίνουν πιο προσήκον, πολιτικά και οικονομικά, να καταλήξουν σε άλλους όρους επίλυσης των διαφορών τους. Τέτοιες διευθετήσεις μέσω διαπραγματεύσεων, όμως, δεν αποδυναμώνουν τον κανόνα που απαγορεύει το επονείδιστο χρέος και δικαίωμα των κρατών να αποκηρύξουν μονομερώς επονείδιστο χρέος. Πράγματι, η μονομερής αποκήρυξη του χρέους έχει νομικό έρεισμα στις υπερισχύουσες επιταγές της δικαιοσύνης και της ισονομίας (R. Howse, The Concept of Odious Debt in Public International Law, UNCTAD Paper 185 -July 2007), αλλά εδράζεται, επίσης, στην εθνική κυριαρχία και αυτοδιάθεση. Στην παρούσα Έκθεση, η νομική βάση μιας μονομερούς αποκήρυξης από την Ελλάδα του τμήματος εκείνου του χρέους που είναι επονείδιστο, παράνομο ή αθέμιτο, εδράζεται στις ακόλουθες σκέψεις:

1. Έλλειψη καλής πίστης

Σύμφωνα με το Άρθρο 26 της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών, οι συνθήκες είναι δεσμευτικές και πρέπει να εφαρμόζονται με καλή πίστη (Οι συμφωνίες μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της δεν εμπίπτουν στο δίκαιο των διεθνών συνθηκών και, ως εκ τούτου, η Σύμβαση της Βιέννης δεν εφαρμόζεται τυπικά. Αναφέρεται όμως εδώ γιατί οι περισσότερες διατάξεις της εκφράζουν γενικές αρχές δικαίου εφαρμοζόμενες σε συμφωνίες μεταξύ κρατικών οντοτήτων). Τα σχόλια της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου τονίζουν ότι η καλή πίστη αποτελεί αρχή του δικαίου και συνιστά ουσιώδες στοιχείο του κανόνα pacta sunt servanda. Η αρχή σύμφωνα με την οποία οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται εφαρμόζεται μόνο όταν και τα δυο μέρη λειτουργούν με καλή πίστη. Μάλιστα, το Άρθρο 69 (2) της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών ορίζει κατηγορηματικά ότι «οι πράξεις που διενεργήθηκαν με καλή πίστη πριν από την επίκληση της ακυρότητας, δεν καθίστανται παράνομες για μόνο το λόγο της ακυρότητας της συνθήκης» - συνεπαγόμενο ότι οι πράξεις που διενεργήθηκαν με κακή πίστη είναι πάντοτε παράνομες. Αν και η έλλειψη καλής πίστης δεν επιφέρει πάντα αυτόματα την ακυρότητα μιας συμφωνίας, πάντως δικαιολογεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις, την καταγγελία της συνθήκης σύμφωνα με το Άρθρο 56 (1β) της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (ένα δικαίωμα καταγγελίας που συνυφαίνεται με τη φύση της συνθήκης). Στην προκειμένη περίπτωση, οι συμφωνίες μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της ήταν γνωστό σε όλα τα μέρη ότι παραβίαζαν το ελληνικό Σύνταγμα. Επιπλέον, ήταν γνωστό σε όλα τα μέρη ότι παραβίαζαν υποχρεώσεις της Ελλάδας απορρέουσες από συνθήκες που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές εθιμικό δίκαιο. Στην προκειμένη περίπτωση, η κακή πίστη εκδηλώνεται, επιπροσθέτως, μέσω του απώτερου σκοπού των πιστωτών, ο οποίος δεν ήταν να διασφαλίσουν τη ρευστότητα της Ελλάδας (την επονομαζόμενη «διάσωση») αλλά, μάλλον, μεταξύ άλλων, να μετατραπεί το ιδιωτικό χρέος σε δημόσιο, ούτως ώστε να διασωθούν μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες και οι μέτοχοί τους.

Αυτό θα επιτυγχανόταν με το να καταστεί η Ελλάδα οικονομικά υπόδουλη και με τη επιβολή μέτρων που παραβιάζουν θεμελιώδη κοινωνικο-οικονομικά, ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ελληνικού λαού. Αντίστοιχα, τα κράτη δανειστές και οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί με εξαιρετική αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας και, συνεπώς, πρόσβαση σε χαμηλά επιτόκια, είχαν τη δυνατότητα να δανείσουν στην Ελλάδα με πολύ υψηλότερο επιτόκιο, υπό το πρόσχημα της «διάσωσης». Έτσι, για παράδειγμα, η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου από δευτερογενείς αγορές, στο μισό της ονομαστικής τους αξίας, αλλά κατόπιν απαίτησε να πληρωθεί από την Ελλάδα εκβιαστικά επιτόκια και μάλιστα καθ’ όλο αυτό το διάστημα ισχυριζόταν ότι δήθεν αγόρασε τα ελληνικά ομόλογα του Δημοσίου, προκειμένου να συνεισφέρει στην οικονομία της Ελλάδας και στη διάσωσή της. Επιπλέον, η ανάγκη της Ελλάδας για ρευστότητα αντιμετωπίστηκε με μια σειρά μέτρων, στόχος των οποίων ήταν να εξαλείψουν την οικονομική και πολιτική της κυριαρχία.

2. Οι νομικές συνέπειες της παραβίασης της εσωτερικής νομοθεσίας από τους πιστωτές

Η κακή πίστη εκδηλώθηκε, περαιτέρω, με την κραυγαλέα παραβίαση του ελληνικού Δικαίου και συγκεκριμένα του Συντάγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το Άρθρο 1 (9) του Νόμου 3847/2010, το οποίο παρακάμπτει τα άρθρα 28 και 36 του ελληνικού Συντάγματος, αναφορικά με την απαίτηση κύρωσης από τη Βουλή διεθνών συνθηκών. Τέτοιες συνταγματικές παραβιάσεις ολοκάθαρα μεθοδεύθηκαν και από τα δυο μέρη, καθώς προετοίμασαν τον δρόμο για να περιβάλλονται το μανδύα του νόμου, χωρίς την έγκριση της Βουλής, νομοθετήματα που προτείνονταν από τους πιστωτές (ή και συμφωνίες υπαγορευμένες από τους πιστωτές).

Ενώ γενικά οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο υπερισχύουν αντιθέτων υποχρεώσεων που απορρέουν από το εσωτερικό δίκαιο, η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται εκεί όπου η συμφωνία των μερών με γνώση ή με πρόθεση παραβιάζει θεμελιώδεις διατάξεις του εθνικού δικαίου (ιδίως συνταγματικού χαρακτήρα). Αυτό επειδή μια τέτοια συμφωνία παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας, είναι αντίθετη με την καλή πίστη και αντιβαίνει στις νόμιμες προσδοκίες τρίτων μερών. Το Άρθρο 46 (1) της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών ρητά αναφέρει ότι η παραβίαση του εσωτερικού Δικαίου, αναφορικά με την αρμοδιότητα σύναψης συνθηκών, αποτελεί λόγο ακυρότητας της συγκατάθεσης του κράτους, εάν η παραβίαση, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, «ήταν πρόδηλη και αφορούσε έναν κανόνα δικαίου του εσωτερικού της δικαίου ο οποίος να είναι θεμελιώδους σημασίας».

3. Υπεροχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έναντι των άλλων συμβατικών υποχρεώσεων

Όπως κατέδειξε η παρούσα Έκθεση, η Ελλάδα εξαναγκάστηκε να παραβιάσει τις υποχρεώσεις της ως προς τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, μέσα από μια σειρά συμφωνιών, όπως ήταν η Συμφωνία μεταξύ Δανειστών του 2010, η Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης και τα Μνημόνια Συνεννόησης, παρά το γεγονός ότι οι πιστωτές της χώρας έχουν την υποχρέωση να μη δυσχεραίνουν ή εξαναγκάζουν το άλλο μέρος να παραβιάσει τις υποχρεώσεις του. Η παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα από αυστηρούς όρους (αιρεσιμότητες) επηρεάζει την εγκυρότητα των δανειακών συμβάσεων (Μεταξύ των πολλών πηγών, ο Bedjaoui, ο οποίος ήταν ο εισηγητής της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου στη Σύμβαση της Βιέννης για τη Διαδοχή των Κρατών αναφορικά με τη δημόσια περιουσία, τα αρχεία και χρέη και του οποίου επομένως η άποψη είναι καθοριστική, σημείωσε ότι ένα χρέος θεωρείται επονείδιστο αν το κράτος οφειλέτης συναίνεσε στο δανεισμό «με στόχο και για σκοπό που δεν συμβαδίζουν με τη διεθνή έννομη τάξη». M Bedjaoui, Ninth Report on Succession of States in respect of matters other than treaties, UN Doc A/CN.4/301 -1977-, επαναδημοσίευση στο YB ILC, σελ. 70).

Η υποχρέωση αυτή των πιστωτών να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι, κυρίως και πρωτίστως, ηθικής φύσεως, δεδομένου ότι κανένα κράτος δεν νομιμοποιείται να υποστηρίξει ότι εκπληρώνει τις δικές του υποχρεώσεις ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα εντός της εδαφικής του επικράτειας, όταν συγχρόνως, ασκεί πίεση σε άλλο κράτος να παραβιάσει τις δικές του σχετικές υποχρεώσεις. Εξάλλου, όταν ένα κράτος πείθεται να αναστείλει ουσιαστικά και ολοκληρωτικά τις υποχρεώσεις σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή να τις αναθέσει σε κάποιο τρίτο μέρος, αυτό συνιστά σαφή ανάμειξη στις εσωτερικές του υποθέσεις, ασχέτως αν το κράτος αυτό συναινεί τυπικά. Στο βαθμό που οι συμφωνίες της Ελλάδας με τους πιστωτές βρίσκονται σε σύγκρουση με τους κανόνες του jus cogens, δηλαδή με διεθνείς κανόνες αναγκαστικού δικαίου (ήτοι, περί οικονομικής αυτοδιάθεσης), οι συμφωνίες αυτές είναι άκυρες σύμφωνα με το Άρθρο 53 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.

Η υπεροχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σαφέστατα κατοχυρώνεται στο Άρθρο 103 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως επίσης και σε πολλές αναφορές και δηλώσεις οργάνων των Ηνωμένων Εθνών. Σύμφωνα με το Άρθρο 103 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών: «Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των υποχρεώσεων των Μελών των Ηνωμένων Εθνών κατά τον παρόντα Χάρτη και των υποχρεώσεών τους κατά οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία, θα υπερισχύσουν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα Χάρτη». Οι υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν την προώθηση του οικουμενικού σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα και της τήρησής τους από όλους και για όλους.

Οι Κατευθυντήριες Αρχές των Ηνωμένων Εθνών για το Εξωτερικό Χρέος και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αν και μη δεσμευτικές καθ’ εαυτές, αντανακλούν το εθιμικό Δίκαιο, στο βαθμό που εκφράζουν υποχρεώσεις των κρατών σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και δίνουν έμφαση στα παρακάτω:

«Όλα τα Κράτη έχουν την υποχρέωση να σέβονται, να προστατεύουν και να εκπληρώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Προς το σκοπό αυτό, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι κάθε μια και όλες οι δραστηριότητές τους, οι οποίες αφορούν αποφάσεις δανειοδοτικών και δανειοληπτικών πράξεων, δραστηριότητες διεθνών ή εθνικών δημόσιων ή ιδιωτικών θεσμών στους οποίους ανήκουν ή στους οποίους έχουν συμφέρον, καθώς και η διαπραγμάτευση και η εφαρμογή δανειακών συμβάσεων ή άλλων χρεωστικών εργαλείων, η χρησιμοποίηση των δανειακών πόρων, οι αποπληρωμές χρέους και η παροχή ελαφρύνσεων του χρέους όταν αυτό αρμόζει, δεν παρεκκλίνουν από τις υποχρεώσεις αυτές» (παρ. 6).

«Οι διεθνείς οργανισμοί έχουν υποχρέωση να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό υποδηλώνει την υποχρέωση αποχής από τη διαμόρφωση, υιοθέτηση, χρηματοδότηση και εφαρμογή πολιτικών και προγραμμάτων τα οποία άμεσα ή έμμεσα καταστρατηγούν την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (παρ. 9).

«Τα Κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από συμβάσεις ή ρυθμίσεις εξωτερικού δανεισμού δεν εμποδίζουν την προοδευτική υλοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων (παρ. 16).

4. Καταναγκασμός στην αναδιάρθρωση του χρέους

Οι συμβάσεις δανεισμού, στην πλειονότητά τους εμπεριέχουν ένα βαθμό καταναγκασμού. Πράγματι, όταν ένα κράτος εξαναγκάζεται να παραβιάσει τις υποχρεώσεις του, οι οποίες πηγάζουν από το Σύνταγμα, τις διεθνείς συνθήκες και το εθιμικό Διεθνές Δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλίσει πιστώσεις και ρευστότητα, ιδίως όταν υποχρεώνεται να παραιτηθεί από σημαντικό κομμάτι της νομοθετικής και κοινωνικοοικονομικής του κυριαρχίας, θεωρείται ότι έχει συναινέσει υπό ισχυρό καταναγκασμό. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό εκδηλώθηκε περαιτέρω στους απεχθείς αυστηρούς όρους (αιρεσιμότητες), σε συνδυασμό με έξωθεν ανάμειξη στις συνταγματικές διαδικασίες (όπως η ισχυρή αντίθεση στο προταθέν δημοψήφισμα το 2011 και οι απροκάλυπτες απειλές που εκτοξεύθηκαν προς το ελληνικό εκλογικό σώμα σε όλες τις εκλογές, από το 2010 και μετά). Ο καταναγκασμός ως λόγος ακυρότητας, σύμφωνα με το Άρθρο 52 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, αναφέρεται σε απειλή ή χρήση βίας. Η αναφορά της ανωτέρω σύμβασης στη «βία» μπορεί να ερμηνευθεί ως εμπεριέχουσα και μορφές οικονομικού καταναγκασμού και δεν θα έπρεπε απαραιτήτως να περιορίζεται στην «ένοπλη βία». Πράγματι, πολλά διεθνή όργανα αναφέρονται στην οικονομική πίεση, ως μιας μορφής επίθεση (Άρθρο 32 του Charter of Economic Rights and Duties of States, GA Res. 3281 (XXIX) (12 Dec. 1974), Declaration of the Principles of International Law Concerning Friendly Relations and Co-operation among States, GA Res. 2625 -XXV- 24 Oct. 1970-; Declaration on the Inadmissibility of Intervention in Domestic Affairs of States and the Protection of their Independence and Sovereignty, GA Res. 2131 -XX- 21 Dec. 1965-, Επιπλέον, η Τελική Πράξη της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών περιλαμβάνει διακήρυξη, που κατατέθηκε αρχικά από την Ολλανδία -σε αντίδραση προς αίτημα από αναπτυσσόμενες χώρες να αναγνωριστεί η συναίνεση σε συνθήκη κάτω από οικονομική πίεση ως «καταναγκασμός»-, σύμφωνα με την οποία: «Η Διάσκεψη των Η.Ε, για το Δίκαιο των Συνθηκών... καταδικάζει την απειλή ή τη χρήση πίεσης οιασδήποτε μορφής, στρατιωτικής, πολιτικής ή οικονομικής, από οποιοδήποτε Κράτος, προκειμένου να εξαναγκάσει άλλο Κράτος να ενεργήσει οποιαδήποτε πράξη που σχετίζεται με τη σύναψη μιας συνθήκης κατά παράβαση των αρχών της εθνικής ισότητας των Κρατών και την ελευθερία της συγκατάθεσης» -Σχέδιο Διακήρυξης για την απαγόρευση της απειλής ή της χρήσης οικονομικού και πολιτικού εξαναγκασμού κατά τη σύναψη μιας συνθήκης, που υιοθετήθηκε από την Διάσκεψη χωρίς επίσημη ψηφοφορία -Draft Declaration on the Prohibition of the Threat or Use of Economic or Political Coercion in Concluding a Treaty, adopted by the Conference without a formal vote -Draft Report of the Committee of the Whole on Its Work at the First Session of the Conference, U.N. Doc. A/Conf. 39/C. 1/L. 370/Rev. 1/Vol. II -1969-, at 251-252-).

Αυτός ο τύπος του οικονομικού καταναγκασμού πληροί, επίσης, τις προϋποθέσεις της παράνομης επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους, η οποία, ακόμα κι αν δεν ακυρώνει τη συναίνεση, μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να αποτελέσει βάση για την καταγγελία μιας συνθήκης σύμφωνα με το Άρθρο 56 (1β) της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.

Η χρήση καταναγκασμού κατά τη διαπραγμάτευση και υπογραφή μίας συμφωνίας, είτε συνθήκης είτε ενοχικής σύμβασης, έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο για την εν λόγω συμφωνία όσο και για τις σχέσεις των μερών (Το ίδιο ισχύει και ως γενική αρχή του δικαίου των συμβάσεων. Κατά το κοινό δίκαιο, για παράδειγμα, η απειλή καθιστά ακυρώσιμη τη σύμβαση εάν η πίεση είναι αθέμιτη, στοιχείο που εξαρτάται από τη φύση της απειλής και της απαίτησης. Universe Tankships Inc of Monrovia v International Transport Workers Federation, [1983] 1 AC 366). Μολονότι τα Άρθρα 51 και 52 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών αναφέρονται στον καταναγκασμό φυσικών προσώπων που διαπραγματεύονται για ένα κράτος ή έστω στην απειλή ή χρήση βίας, είναι σαφές, ότι σε καταστάσεις όπου μια κυβέρνηση, στο σύνολό της, εξαναγκάζεται να αποδεχτεί έντονα άνισους όρους, με το φόβο να της επιβληθεί οξεία (πραγματική ή κερδοσκοπικού χαρακτήρα) οικονομική κρίση (ιδίως όταν η προέλευσή της και τα αποτελέσματά της ελέγχονται από τα άλλα μέρη) (Μια άλλη, μικρότερης σημασίας, διάσταση αυτού είναι για παράδειγμα, η ικανότητα των πιστωτών κρατών και θεσμών να ενσταλάζουν τον φόβο στις αγορές και έτσι να αναγκάζουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας να υποχωρούν, αλλά και τους ανθρώπους να αποσύρουν τις αποταμιεύσεις τους και να τις καταθέτουν σε τράπεζες του εξωτερικού -συνήθως σε χώρες των πιστωτών-, ή αλλιώς να επενδύουν σε ακίνητα στις χώρες των πιστωτών) με απρόβλεπτες συνέπειες, το επίπεδο του εξαναγκασμού είναι ισοδύναμο με αυτό που περιγράφεται στο Άρθρο 52 της εν λόγω σύμβασης.

5. Μονομερή μέτρα καταναγκασμού από τους πιστωτές

Η κακή πίστη των πιστωτών και η αθέμιτη πίεση (εξαναγκασμός ή απειλή) προς την Ελλάδα προκειμένου να αποδεχτεί τους όρους των διαφόρων συμφωνιών, καθώς και οι οικονομικές συνέπειες των μονομερών πράξεων, εν τέλει κορυφώθηκαν σε μια κατάσταση της οποίας τα έννομα αποτελέσματα είναι ισοδύναμα με μονομερή μέτρα καταναγκασμού. Στην προκειμένη περίπτωση, οι δηλώσεις που έκαναν ορισμένοι πιστωτές, ακόμα και κερδοσκοπικές, οι οποίες ήταν γνωστό ότι κλιμακώνονταν ή οι οποίες εν γνώσει τους μπορούσαν να επιφέρουν χειροτέρευση ή ζημία της ελληνικής οικονομίας και της ικανότητας βιοπορισμού του ελληνικού λαού, συνιστούν ένα είδος μονομερών μέτρων καταναγκασμού. Τα μονομερή μέτρα καταναγκασμού απαγορεύονται από το Διεθνές Δίκαιο, παραβιάζουν τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και δεν θεωρούνται νόμιμα αντίμετρα (Βλ. Άρθρα 49-50 ILC Articles on State Responsibility).

6. Νόμιμα αντίμετρα

Όπως έχει αποδειχθεί στην παρούσα Έκθεση, οι πιστωτές έχουν παραβιάσει το Διεθνές Δίκαιο επιβάλλοντας στην ελληνική κυβέρνηση πολλαπλά μέτρα τα οποία παραβιάζουν τα δικαιώματα του ελληνικού λαού.

Επιπλέον, ενώ κλιμακωνόταν η ελληνική κρίση χρέους, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ΔΝΤ, έκαναν αρνητικές δηλώσεις για την οικονομία της Ελλάδας, οι οποίες είχαν άμεση αρνητική επίδραση στη δυνατότητα της χώρας να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Περαιτέρω δηλώσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα σχετικά με την ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη είχαν ανάλογες επιπτώσεις, προκαλώντας μεταξύ άλλων και σημαντική φυγή ελληνικών καταθέσεων στο εξωτερικό. Το ίδιο ισχύει και για τα παρόμοια μέτρα και δηλώσεις μετά τις εκλογές που ανέδειξαν νέα κυβέρνηση το 2015.

Συμπέρασμα αυτών των παρατηρήσεων είναι ότι, όταν μια χώρα γίνεται στόχος ενεργειών οι οποίες είναι εκ των προτέρων γνωστό πως βλάπτουν την οικονομία της (και μάλιστα προς όφελος των δανειστών της) και τη βιοποριστική ικανότητα του λαού της, η χώρα αυτή μπορεί να καταφύγει σε νόμιμα αντίμετρα. Η Ελλάδα, συνεπώς, δικαιούται να λάβει ανάλογα αντίμετρα, ιδίως με την αποκήρυξη των χρεών που έχουν συναφθεί ή προκύπτουν από τα Μνημόνια Συνεννόησης, τη Σύμβαση μεταξύ Δανειστών και τη Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης του 2010.

Πράγματι, σύμφωνα με το εθιμικό Διεθνές Δίκαιο και τα Άρθρα 49επ των «Άρθρων περί Ευθύνης των Κρατών» της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, ένα κράτος που έχει ζημιωθεί μπορεί να παραβεί μία, κατά τα άλλα, ισχύουσα διεθνή υποχρέωσή του απέναντι σε άλλο (υπεύθυνο) κράτος, εάν το άλλο κράτος έχει διαπράξει μια διεθνώς παράνομη πράξη. Η παράβαση που διαπράττεται από το ζημιωθέν κράτος έχει σκοπό να προκαλέσει τη συμμόρφωση του άλλου κράτους, που ευθύνεται για τη ζημία, προς τις υποχρεώσεις του.

7. Απουσία αδικαιολόγητου πλουτισμού

Η κακή πίστη, η ικανοποίηση ίδιων συμφερόντων, η έλλειψη νομιμότητας και τα επιβλαβή αποτελέσματα των όρων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, στην οικονομία της και στη βιοποριστική ικανότητα του λαού της, καθιστούν το χρέος επονείδιστο, παράνομο ή αθέμιτο. Δεδομένου ότι ο ελληνικός λαός δεν έχει κανένα αδικαιολόγητο όφελος ή άλλο πλεονέκτημα – ακριβώς το αντίθετο – από τα συσσωρευμένα χρέη, η Ελλάδα δεν έχει καμία υποχρέωση να αποπληρώσει το μέρος αυτό του αρχικού κεφαλαίου (εκείνο το οποίο κρίνεται επονείδιστο, παράνομο ή αθέμιτο) λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού (UNCTAD -2007-, ό.π. σελ. 22). Το ίδιο αληθεύει και όσον αφορά τους τόκους (με απλό επιτόκιο ή με ανατοκισμό) του κεφαλαίου που δόθηκε επονείδιστα, παράνομα ή αθέμιτα με τη μορφή δανείων, εγγυήσεων ή με άλλο τρόπο. Το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, ενώ η Ελλάδα εξασφάλισε πλεόνασμα και μείωσε κάθετα τις δημόσιες δαπάνες, το χρέος της εξακολουθεί να αυξάνεται.

ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ: ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ ΜΗ ΒΙΩΣΙΜΩΝ ΧΡΕΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

1. Μονομερής αναστολή αποπληρωμής χρέους βάσει της κατάστασης ανάγκης

Ο ορισμός της ανάγκης δίνεται στο Άρθρο 25 των Ρυθμίσεων για την Ευθύνη των Κρατών της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, που έχουν ευρέως χρησιμοποιηθεί και αναγνωριστεί από διεθνή δικαστήρια (ICJ, 25 September 1997, Gabcikovo-Nagymaros Project, BVerfG, 2 BvR 120/03 της 4/5/2006; French Supreme Court, 23 October 1987, Nachfolger navigation company ; Decision on Annulment Enron v. Argentina, 30 July 2010, ICSID Case No. ARB/01/3 §356 ; Decision on Annulment Enron v. Argentina, 30 July 2010, ICSID Case No. ARB/01/3; Decision on Annulment Sempra v. Argentina, 29 June 2010, ICSID Case No. ARB/02/16; LG&E v. Argentina, 3 October 2006, ICSID Case N? ARB/02/1 ; Continental v. Argentina, 5 September 2008, ICSID Case N° ARB 03/9). Όπως εξηγείται στον σχολιασμό του Άρθρου 25, ο όρος «ανάγκη» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις όπου ο μόνος τρόπος που μπορεί ένα κράτος να διασφαλίσει ένα ουσιώδες του συμφέρον που απειλείται από σοβαρό και άμεσο κίνδυνο, είναι προσωρινά να μην εκπληρώσει κάποιες άλλες διεθνείς υποχρεώσεις του, μικρότερης βαρύτητας ή λιγότερο επείγουσες (ILC Articles on Responsibility of States for Internationally Wrongful Acts: Σχολιασμός, σε http://legal.un.org/ilc/texts/instruments/english/commentaries/9_6_2001.pdf, σελ. 80). Σύμφωνα με το Άρθρο 25, είναι απαραίτητο να συντρέχουν τέσσερις προϋποθέσεις προκειμένου να επικαλεστεί κράτος νόμιμα την κατάσταση ανάγκης. Η ελληνική περίπτωση καλύπτει και τις τέσσερις. Συνεπώς η Ελλάδα μπορεί να αναστείλει την αποπληρωμή του μη βιώσιμου μέρους του χρέους της.

Α. Το μέτρο θα διασφαλίζει ένα ζωτικό συμφέρον του κράτους, που απειλείται από σοβαρό και άμεσο κίνδυνο

Στην υπόθεση Socobel (Societe Commerciale de Belgique, -1939- PCIJ Ser A/B, No 78), o συνήγορος της Ελληνικής Κυβέρνησης ορθά διατύπωσε την άποψη ότι «η θεωρία [του Διεθνούς Δικαίου] αναγνωρίζει στην περίπτωση αυτή ότι το καθήκον μιας Κυβέρνησης να διασφαλίζει την καλή λειτουργία των απαραίτητων δημόσιων υπηρεσιών της υπερισχύει εκείνου της αποπληρωμής των χρεών της. Δεν οφείλει κανένα Κράτος να εκπληρώσει, ή να εκπληρώσει εις ολόκληρον, μια χρηματική του υποχρέωση, εάν αυτό θέτει σε κίνδυνο τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του και έχει ως αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση της διοίκησης της χώρας.

Στην περίπτωση κατά την οποία η αποπληρωμή του χρέους θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ζωή ή διακυβεύει την αποτελεσματική διοίκηση, η Κυβέρνηση έχει δικαίωμα, κατά την άποψη των υπογραφόντων, να αναστείλει ή ακόμα και να περιορίσει την εξυπηρέτηση του χρέους» (R. Ago, Addendum to 8th Report on State Responsibility, UN Doc A/CN.4/318/ADD.5-7). Ο Συνήγορος της Βελγικής Κυβέρνησης απάντησε ότι: «πρόκειται για μια εμπεριστατωμένη έρευνα ... Ο κ. Γούπης [ο συνήγορος της ελληνικής κυβέρνησης] δήλωσε εχθές ότι ένα Κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να πληρώσει το χρέος του εάν, προκειμένου να το πληρώσει, θα έπρεπε να θέσει σε κίνδυνο τις βασικές του δημόσιες υπηρεσίες. Όσον αφορά την αρχή αυτή, η Βελγική Κυβέρνηση θα ήταν, αναμφίβολα, σύμφωνη». Το δικαστήριο του Διεθνούς Κέντρου Επίλυσης Επενδυτικών Διαφορών στην υπόθεση LG&E δέχθηκε την ίδια άποψη, κρίνοντας ότι τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα μιας χώρας μπορούν επίσης να θεωρηθούν ουσιώδη συμφέροντα (LG&E Energy Corp and Others v Argentina, ICSID Award -25 July 2007-, σκ. 251). Υπ’ αυτή την έννοια, το δικαστήριο επισήμανε αρκετούς κοινωνικο-οικονομικούς δείκτες που επέτρεπαν στην Αργεντινή να επικαλεστεί νόμιμα κατάσταση ανάγκης (Ό.π., σκ. 234). Αυτοί περιλάμβαναν:

Ποσοστό ανεργίας 25%,
Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της Αργεντινής ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας,
«Το σύστημα υγείας βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης»,
Η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να μειώσει τις κατά κεφαλήν δαπάνες για τις κοινωνικές υπηρεσίες κατά 74%.

Στην υπόθεση Continental το δικαστήριο του Διεθνούς Κέντρου Επίλυσης Επενδυτικών Διαφορών συμφώνησε με την άποψη αυτή και έθεσε επιπλέον μια σειρά συγκεκριμένων παραγόντων:

«Είναι αδύνατον να αρνηθεί κανείς, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ότι μια κρίση η οποία επέφερε την αιφνίδια και χαοτική εγκατάλειψη του ακρογωνιαίου αξιώματος της οικονομικής ζωής της χώρας, όπως:

παρ’ ολίγον κατάρρευση της εγχώριας οικονομίας,
κοινωνική δυσπραγία η οποία οδήγησε παραπάνω από το μισό του πληθυσμού της χώρας κάτω από το όριο της φτώχειας· άμεσες απειλές στην υγεία των μικρών παιδιών, των ασθενών και των πιο ευάλωτων μελών του πληθυσμού [...] αν συνυπολογίσει κανείς όλα αυτά, στοιχειοθετείται μια κατάσταση κατά την οποία η διατήρηση της δημόσιας τάξης και η προστασία του ουσιώδους συμφέροντος ασφάλειας της Αργεντινής ως κράτους και ως χώρας διακυβεύονταν στον πυρήνα της (LG&E Energy Corp and Others v Argentina, ICSID Award -5 September 2008-, σκ. 180)».

Όπως έχει καταδειχθεί προηγουμένως, στο πέμπτο, έκτο και έβδομο κεφάλαιο της Έκθεσης αυτής, είναι σαφές ότι τα ουσιώδη συμφέροντα της Ελλάδας αντιμετωπίζουν εξίσου άμεσο κίνδυνο.

Β. Το μέτρο αυτό πρέπει να είναι ο μοναδικός τρόπος για τη διασφάλιση του επίδικου ουσιώδους συμφέροντος.

Είναι σαφές από τον σχολιασμό των Ρυθμίσεων της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου ότι το κράτος μπορεί να λάβει διάφορα μέτρα, και συνεπώς η έκφραση «μοναδικός τρόπος» δεν θα πρέπει να εκληφθεί κυριολεκτικά. Στην υπόθεση LG&E το δικαστήριο υποστήριξε ότι ένα κράτος μπορεί να διαθέτει πολλές μορφές αντίδρασης για να διατηρήσει τη δημόσια τάξη ή να προστατεύσει τα ζωτικά του συμφέροντα ασφαλείας. Όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, φαίνεται καθαρά ότι η αναστολή αποπληρωμής εκείνου του μέρους του χρέους που κρίνεται επονείδιστο, παράνομο ή καταχρηστικό είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να διασφαλιστούν τα ουσιώδη συμφέροντα που διακυβεύονται. Όπως έχει πειστικά καταδειχθεί, η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνδέεται στενά με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον το οποίο προκύπτει από μια κρίση χρέους. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πέντε ετών, τα μέτρα που εφαρμόστηκαν θεωρήθηκαν από τους περισσότερους διεθνείς οικονομικούς παράγοντες ως ο μοναδικός τρόπος για να αποτραπεί η πτώχευση της Ελλάδας και το ίδιο θεωρείται και σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι στα μάτια των πιστωτών της Ελλάδας υπάρχουν μόνο δυο επιλογές: η εφαρμογή μέτρων λιτότητας ή η πτώχευση. Η πτώχευση θα έβλαπτε τα συμφέροντα των τραπεζών.

Γ. Το μέτρο αυτό δεν βλάπτει ουσιώδες συμφέρον του κράτους ή των κρατών προς τα οποία υφίσταται η υποχρέωση, ή της διεθνούς κοινότητας συνολικά

Η προϋπόθεση αυτή σημαίνει ότι τα συμφέροντα των άλλων κρατών, τα οποία απειλούνται από τη μη συμμόρφωση με την υποχρέωση του πρώτου κράτους, πρέπει να είναι υποδεέστερα των ουσιωδών του συμφερόντων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως δείξαμε στην παρούσα Έκθεση, οι συνέπειες που αναμένεται να υποστούν οι πιστωτές της Ελλάδας είναι ουσιαστικά μικρές και δεν μπορούν, σε καμία περίπτωση, να χαρακτηριστούν ουσιώδη συμφέροντα.

Δ. Το κράτος δεν θα έχει συμβάλει στη δημιουργία της κατάστασης ανάγκης και η εν λόγω διεθνής υποχρέωση δεν θα αποκλείει τη δυνατότητα επίκλησης ανάγκης

Ο σχολιασμός της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου όσον αφορά το Άρθρο 25 των «Άρθρων περί Ευθύνης των Κρατών» καθιστά σαφές ότι η συμβολή του κράτους στη δημιουργία της κατάστασης ανάγκης πρέπει να είναι «αρκούντος ουσιώδης και όχι απλώς περιστασιακή ή περιφερειακή» (ILC Commentary, ό.π. υπ. 10, σελ. 84). Στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ξεκάθαρο ότι υπεύθυνη για την οικονομική και κοινωνική καταστροφή που έχει πλήξει τη χώρα είναι η Τρόικα. Όπως καταδείξαμε προηγουμένως, το περιθώριο εκτίμησης που είχε η Ελλάδα ήταν πολύ στενό και δεν της έδωσε τη δυνατότητα να εφαρμόσει ελεύθερα οποιοδήποτε ουσιαστικό οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα. Καταδείξαμε ότι η Ελλάδα εξαναγκάστηκε ουσιαστικά να αποδεχτεί τους αυστηρούς όρους (αιρεσιμότητες) μέσω της πολιτικής και οικονομικής πίεσης που δέχθηκε κυρίως από δύο από τις ισχυρότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γαλλία και Γερμανία). Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέβαλε ουσιωδώς στη δημιουργία της κατάστασης ανάγκης.

2. Το δικαίωμα μονομερούς κυριαρχικής κήρυξης αδυναμίας πληρωμής (insolvency)

Δεν υπάρχει κανένας κανόνας Διεθνούς Δικαίου ο οποίος να εμποδίζει τα κράτη να κηρύσσουν αδυναμία πληρωμής με μονομερή μέσα. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο όταν ένα κράτος έχει εν τοις πράγμασι περιαχθεί σε αδυναμία πληρωμής, λόγω μη βιωσιμότητας του χρέους του, ή επειδή αδυνατεί να καλύψει τις ζωτικές ανάγκες του λαού του, ή εξαιτίας άλλων περιστάσεων. Η πρακτική των κρατών που πραγματικά έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση μας δίνει κάποια παραδείγματα αναφορικά με τη μονομερή φύση του δικαιώματος αυτού. Η παύση πληρωμών ενός κράτους λόγω αδυναμίας έχει προσελκύσει μηδαμινό ενδιαφέρον στο Διεθνές Δίκαιο και τη νομική πρακτική, αν και είναι καλά τεκμηριωμένη και ήταν μάλλον η πιο διαδεδομένη στις αρχές του εικοστού αιώνα (M Waibel, Sovereign Defaults before International Courts and Tribunals -Cambridge University Press, 2011- σελ. 3-19).

Το δικαίωμα μονομερούς κήρυξης αδυναμίας πληρωμών επιβεβαιώνεται και από την Ομάδα Εργασίας για την Πτώχευση Κρατών της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου, της οποίας η έκθεση του 2010 πρότεινε τέσσερις επιλογές για τις πολιτικές αναδιάρθρωσης του κρατικού χρέους, μια από τις οποίες είναι ακριβώς η πλήρης πτώχευση. Το 2013 συστάθηκαν δυο ομάδες εργασίας, η μια εκ των οποίων ανέλυσε την δυνατότητα λύσεων σχετικά με ζητήματα αναδιάρθρωσης χρέους οι οποίες θα στηρίζονται σε διεθνείς συνθήκες (RM Lastra, L Buchheit -eds- Sovereign Debt Management -Oxford University Press, 2014- σελ. xx-xxiii).18 Ως εκ τούτου, η μονομερής κήρυξη αδυναμίας πληρωμής ενός κράτους είναι μια πραγματικότητα στις διεθνείς σχέσεις, η οποία αναγνωρίζεται τόσο στη θεωρία όσο και στην πρακτική, μολονότι αντιμετωπίζει σκληρή αντίσταση, και αυτό λόγω της προστασίας που παρέχει στα περιουσιακά στοιχεία των σε αδυναμία πληρωμής κρατών έναντι των πιστωτών τους, λόγω των ασυλιών και των κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Η αναδιάρθρωση χρέους, συνεπώς, λίγο πριν την αδυναμία πληρωμής, είναι ένας τεχνητός μηχανισμός που πρακτικά επιτρέπει στους δανειστές να εκμεταλλεύονται τις πηγές που παράγουν το εισόδημα ενός κράτους, δηλαδή φόρους, δασμούς, δικαιώματα επί των φυσικών πόρων, αναγκαστικές ιδιωτικοποιήσεις και λοιπά. Η ιδέα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να προβεί σε μονομερή κήρυξη αδυναμίας πληρωμής πολεμήθηκε από τους πιστωτές της χώρας, μέσω μονομερών καταναγκαστικών μέτρων. Μολονότι θα ήταν ευεργετικό για την Ελλάδα να κηρύξει αδυναμία πληρωμής, ιδίως αν το έκανε αυτό στο ξεκίνημα της κρίσης, οι πιστωτές της εξακολούθησαν να κρατούν στη ζωή το μη βιώσιμό της χρέος, επιμηκύνοντας στην πραγματικότητα ένα μη βιώσιμο χρέος.

Εάν λοιπόν ένα κράτος έχει δικαίωμα να κηρύξει αδυναμία πληρωμής, είναι σαφές ότι η μονομερής αυτή πράξη συνιστά λόγο ο οποίος αποκλείει τον παράνομο χαρακτήρα της μη τήρησης των διεθνών υποχρεώσεων του δανειζόμενου και συγκεκριμένα εκείνων που πηγάζουν από τον δανεισμό. Αυτό ισχύει εμφανώς στην περίπτωση κατά την οποία μπορεί να αποδειχθεί κατάσταση ανάγκης του Άρθρου 25 των Ρυθμίσεων για την Ευθύνη των Κρατών της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, όπως έχει ήδη εξηγηθεί. Θα ήταν αδιανόητο ένα εθνικό δικαστήριο να αναγκάσει ένα φυσικό πρόσωπο να εξυπηρετεί το δάνειό του, εάν τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για τις βασικές ανάγκες επιβίωσης της οικογένειάς του. Οι παρατηρήσεις αυτές συνάδουν με πρόσφατη απόφαση που εξέδωσε ένα επενδυτικό διαιτητικό δικαστήριο στην υπόθεση Postova Banka AS and Istrokapital SE v Greece, στην οποία επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση για την αποπληρωμή ενός δημόσιου χρέους και προστίθεται επίσης ότι «εν ολίγοις, το δημόσιο χρέος είναι εργαλείο κυβερνητικής, νομισματικής και οικονομικής πολιτικής και οι επιπτώσεις του σε τοπικό και διεθνές επίπεδο το καθιστούν σημαντικό εργαλείο για τον χειρισμό των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών ενός Κράτους. Δεν μπορεί επομένως να εξισωθεί με ιδιωτικές οφειλές από δανεισμό ή εταιρικά χρέη» (Postova Banka AS and Istrokapital SE v Greece, ICSID Award -9 April 2015-, σκ. 324).